about

Name: ralou
From: Athens, Greece
About me:
More..
Hate and love
  • Hate : heat
  • Love : cold
  • My music : whatever
  • My books : 2000 of them!
linked blogs

. . . .
Credits
Layout design by:

Pannasmontata

Layout revised by:

Yours truly

μια σκοτεινη γατα σουλατσαρει στο μυαλο μου
Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007,4:06 μ.μ.
Οι δύο βασιλιάδες
people are strange


Ήτανε κάποτε δυο βουνά. Μεγάλα βουνά, αντικριστά στημένα.
Μια θάλασσα πέρναγε σαν φαρδύ ποτάμι ανάμεσα τους και έβρεχε τα πόδια τους χωρίζοντας τα.
Πάνω σε κάθε μια από τις βουνοκορφές, καθότανε ένας βασιλιάς. Ο Άσπρος βασιλιάς και ο Μαύρος βασιλιάς.
Ο καθένας τους διαφέντευε το δικό του βασίλειο του, που έπιανε το δικό του βουνό και είχε τους δικούς του υπηκόους.
Μόλο που τα ονόματα τους “ο Άσπρος βασιλιάς” και ο “Μαύρος βασιλιάς” ίσως να φέρνουν στο νου το καλό και το κακό, διόλου δεν συνέβαινε κι εδώ το ίδιο.
Δεν ήταν ο ένας καλός και ο άλλος κακός.
Ήτανε ίσα κακοί και καλοί και οι δύο.
Δεν ήταν ο ένας έξυπνος και ο άλλος κουτός
Ήτανε ίδια κουτοί και έξυπνοι και οι δύο.
Δεν ήταν ο ένας όμορφος και ο άλλος άσκημος.
Ήτανε παρόμοια άσκημοι και όμορφοι και οι δύο.
Παρόλο που αγνάντευαν ο ένας τον άλλον από τις κορυφές τους, ποτέ ωστόσο δεν θέλησαν να μιλήσουν μεταξύ τους.
Ήρθαν φορές που οι στρατοί τους συμμάχησαν, κι άλλες που βρέθηκαν να μάχονται μεταξύ τους. Ήταν φορές που ένας τους χρειάστηκε τον άλλο και δεν του ζήτησε βοήθεια και άλλες που την ζήτησε και δεν την πήρε. Κι άλλες πάλι που έστερξαν ορμητικά να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Μερικές φορές ο Άσπρος βασιλιάς κοιτούσε από την κορυφή του τον Μαύρο και εκείνος του γύρναγε την πλάτη.
Κι άλλες που ο Μαύρος αποζητούσε με το βλέμμα του τον Άσπρο και εκείνος κοιτούσε την θάλασσα.
Κι ύστερα ήτανε και οι φορές που κοίταγαν ο ένας τον άλλο από μακριά και κάτι πήγαιναν να πουν αλλά μετάνιωναν την τελευταία στιγμή και γύρναγαν και οι δύο τις πλάτες τους.
Οι δύο βασιλιάδες αγαπιόνταν και μισούνταν μαζί.
Λαχταρούσαν και αδιαφορούσαν μαζί.
Μα όπως και να χει το πράγμα οι δύο βασιλιάδες δεν είχαν μιλήσει ποτέ.
Μόνο καμιά νύχτα ένας από τους δύο λαχταρούσε για μια στιγμή να ακουμπήσει τον άλλο και έστελνε με το νου του ένα πλοκάμι καθαρής ενέργειας να διασχίσει το κενό προς το μέρος του, και τότε ο άλλος έστελνε ένα δικό του και συναντιόνταν στην μέση της απόστασης και κονταροχτυπιόνταν στο φαρδύ αλώνι πάνω από το ασημένιο ποτάμι του φεγγαριού που ξαπλωνόταν πάνω στη θάλασσα που τους χώριζε.
Μα ποτέ δεν μίλησαν αληθινά μεταξύ τους. Ποτέ.
Και πέρασαν τα χρόνια και οι δύο βασιλιάδες άσπρισαν τα μαλλιά τους και εξακολουθούσαν να μην έχουν μιλήσει ποτέ.
Το ήθελαν άραγε;
Κι αν το ήθελαν τι τους έκανε να μην το κάνουν;
Ίσως το ότι πίστευαν ότι ήταν πια, τόσο διαφορετικοί που δεν θα είχαν τίποτα να πουν.
Ίσως το ότι πίστευαν ότι ήταν πια, τόσο ίδιοι που δεν θα έπρεπε τίποτα να πουν.

Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια και ήρθε η ώρα που ο Άσπρος βασιλιάς πέθανε.
Ο Μαύρος από την κορυφή του κοίταξε την άδεια αντικρινή κορυφή και πάλι δεν μίλησε, μόνο τώρα πια δεν γύριζε την πλάτη του και κοιτούσε κάθε μέρα τον άδειο τόπο και ίσως για πρώτη φορά να ένοιωσε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχαν μιλήσει έστω και μια φορά.
Μετά ήρθε η ώρα που πέθανε κι αυτός και πια και οι δύο κορυφές έμειναν έρημες. Άλλοι βασιλιάδες πήραν τη θέση τους στους δύο θρόνους και η ζωή συνεχίστηκε.

Αλλά οι δύο κορυφές που τόσα χρόνια είχαν ακουμπήσει πάνω τους ο Άσπρος και ο Μαύρος βασιλιάς, είχαν ποτιστεί από την αγάπη και το μίσος και την αδιαφορία και την λαχτάρα του ενός και του άλλου.
Και όλα αυτά, μια νύχτα, συμπυκνώθηκαν τόσο πολύ που γίνανε δύο στήλες αχνής ύλης και ανέβηκαν πάνω από τις δύο κορυφές και διαφορετικές ριπές αέρα τις παρέσυραν και τις έφεραν και τις δύο πάνω από την θάλασσα.
Και τότε οι δυο τους στριφογύρισαν και λικνίστηκαν και σφιχταγκαλιάσθηκαν και ανακατεύτηκαν και έγιναν ένα, Άσπρος και Μαύρος βασιλιάς και μίσος και αγάπη και αδιαφορία και λαχτάρα, και χρόνος και θάνατος.
Και μίλησαν τώρα που δεν είχαν στόμα.
Και γέλασαν τώρα που δεν είχαν καρδιά
Και αγαπήθηκαν και μισήθηκαν και φαντάστηκαν και ονειρεύτηκαν μαζί.
Και όλα βρήκαν τη θέση τους.
Μετά,
έτσι ανακατεμένοι και επί τέλους ήσυχοι,
βυθίστηκαν και χάθηκαν στο ασημένιο ποτάμι που έφτιαχνε το φεγγάρι στη θάλασσα που χώριζε τις δύο κορυφές.


Εδώ τελειώνει η ιστορία και σκέφτομαι, πόσο πολύ κάνουμε λάθος άμα δεν λέμε και δεν ακούμε αυτά που θέλουμε και δεν νοιώθουμε αυτά που επιθυμούμε και δεν πετάμε αυτά που μας πληγώνουν.
Και πόσα χάνουμε από αυτά που θα είχαμε πει και θα είχαμε ακούσει και θα είχαμε νοιώσει και θα είχαμε διορθώσει.
Αλλά... δεν ξέρω.
Μία καινούργια φίλη, μου έλεγε τις προάλλες ότι τα συναισθήματα δεν είναι παρά τα αποτελέσματα χημικών αντιδράσεων που δημιουργούνται στον εγκέφαλο μας, ερήμην μας.
Αν είναι έτσι, ποιοι είμαστε εμείς να αμφισβητούμε, μια καλά στημένη από την φύση, χημική εξίσωση;


Ετικέτες ,

posted by ralou
4:06 μ.μ. | 19 Comments so far |
Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007,12:00 π.μ.
Για την Αμαλία...
Κοίτα ΑΜΑΛΙΑ κοίτα!
Ισως, σήμερα, ο χαμός σου να γίνει αιτία κάτι να αλλάξει.
Καλό ταξίδι...

Ετικέτες

posted by ralou
12:00 π.μ. |
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007,4:10 μ.μ.
Νεράιδα κόρη, Μάγισσας μάνας


Ήτανε μια παράξενη ξωθιά αυτό είναι σίγουρο.
Ενώ όλες τους είναι ξανθιές και ροδομάγουλες τούτη δω ήταν μελαχρινή με μαύρα μαλλιά σαν φτερούγι κόρακα.
Τα μάτια της σκοτεινά, σαν τα κοίταγες έβλεπες στα βάθη τους σύμπαντα και αστέρια και ήλιους μακρινούς. Μόλο που ήτανε μια νεαρή νεράιδα, στα μάτια της καθότανε καμιά φορά εκεί στις γωνιές τους, μια θλίψη, που όμως την διέλυε το πιο ελαφρό αεράκι. Οι μοίρες είχαν σημαδέψει αυτή την διαφορετική ξωθιά με την σφραγίδα τους, από όταν γεννήθηκε. Να γίνει ακόμα πιο διαφορετική, ακόμα πιο δυνατή, ακόμα πιο ξεχωριστή.
Ζούσε στο δάσος στο σπίτι της Άσπρης Μάγισσας της μάνας της μαζί με τις τρεις ροδομάγουλες, ξανθομαλλούσες, αλαφρόμυαλες αδελφές της, που τα βράδια μαζεύονταν στα σταυρώματα των μονοπατιών του δάσους και χόρευαν στο φεγγαρόφωτο. Κι αν κάποιος πέρναγε καμιά φορά από εκεί, τον έπαιρναν μαζί τους στο χορό και η πρώτη ακτίνα του ήλιου το πρωί τον έβρισκε άδειο και νεραϊδοπαρμένο.
Μόνο η μελαχρινή ξωθιά, καθόταν μονάχη στο πλάι και τα μάτια της γέμιζαν ήλιους και αστέρια και σύμπαντα.

*
Η γριά το Μαρικιώ, που ζούσε στις παρυφές του δάσους, εκείνη τη μέρα αποφάσισε να μπει στο δάσος για να πάει να βρει την Άσπρη Μάγισσα που ζούσε εκεί. Συχνά πήγαινε στο σπίτι της και της ζητούσε μαντζούνια, πομάδες και καταπλάσματα για τις πονεμένες μέσες, χέρια και πόδια, τα δικά της και του γέρου της. Μόνη μαζί του έμενε τώρα πια, τα παιδιά της ήτανε φευγάτα, από χρόνια πολλά, έμοιαζε σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.
Αφού απόφαγαν, καθυστέρησε λίγο για να μαζέψει μια πορτογύρα κότα και μετά ξεκίνησε για το δάσος. Είχε περάσει πια η ώρα, σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι, μα δεν το αποφάσισε να πισωγυρίσει. Ο άντρας της είχε δουλέψει όλο το πρωί στο μποστάνι και σαν γύρισε ήταν διπλωμένος στα δύο από τον πόνο. Έπρεπε να πάει οπωσδήποτε!
Όπως προχωρούσε, το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, αλλά το φεγγάρι έφεγγε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και τα ξέφωτα τα φώτιζε καλά.
Σαν βρέθηκε στο πρώτο σταύρωμα του μονοπατιού, της φάνηκε ότι είδε μια κίνηση με την άκρη του ματιού, εκεί στο πλάι, δίπλα στο ρυάκι. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο! Σε μια στιγμή τρεις ροδομάγουλες ξανθομαλλούσες ξωθιές με λουλούδια και κισσούς στα μαλλιά, πετάχτηκαν της έπιασαν τα χέρια και την παρέσυραν μαζί τους σε ένα χορό απόκοσμο, άηχο, τρελό, ανάλαφρο, λες και δεν πατούσαν τα πόδια της στο χώμα.


Έκανε να φωνάξει αλλά ο λαιμός της είχε κλείσει. Όμως προσπάθησε και φώναξε "βοήθεια" με κάθε ίνα του μυαλού και της καρδιάς της, με κάθε σταγόνα του ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπο της, με κάθε καλό πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της.
Και πάνω που το πήρε απόφαση, ότι πια εκεί θα άφηνε το γέρικο κορμί της, ένα χέρι άρπαξε το δικό της και την απόσπασε από το τρελό στριφογύρισμα.
Ζαλισμένη ακόμα, είδε την μελαχρινή ξωθιά να στέκεται μπροστά της με τα κορακάτα της μαλλιά και τα σκοτεινά της μάτια.
Και σ' αυτά τα μάτια, δέθηκε απότομα και βυθίστηκε στα βάθη τους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…

*
Με το πρώτο φως της μέρας άνοιξε τα μάτια της στην άκρη του μονοπατιού. Η βραδινή της περιπέτεια, της είχε αφήσει την εντύπωση ότι κάποιος της είχε κάνει ένα ανέλπιστο δώρο. Μα δεν θυμόταν τίποτα άλλο. Συνέχισε στο μονοπάτι προς το σπίτι της Άσπρης Μάγισσας, που της είχε έτοιμο ένα σακουλάκι με βαλεριάνα και βασκανίστρα και χαμομήλι και πιπερόριζα και τουμερίνη. Κι άλλα πολλά που είτε τα μάζευε μόνη της στο δάσος είτε της τα έφερναν οι άνθρωποι του σιναφιού της από μακρινά μέρη του κόσμου.
Το Μαρικιώ είπε ευχαριστώ, και κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Με τον ήλιο να έχει ανέβει πάνω από το κεφάλι της γύρισε στο σπίτι, έφτιαξε φαΐ και ετοίμασε το κατάπλασμα για την πονεμένη μέση και αγκώνα του γέρου της.
Το βραδάκι λίγο πριν πέσει για ύπνο κάθισε για ένα λεπτό στο σκαμνί δίπλα στη στόφα όπως κάθε βράδυ και έκλεισε τα μάτια να θυμηθεί τα παλιά. Τα παιδιά, τα νιάτα της, τη ζωή της, τα ζωντανά της, τις κακίες και τις λύπες, τα δύσκολα χρόνια, τον θάνατο που πλησίαζε πια και κάθε βράδυ έκανε νέες συμφωνίες μαζί του.

Μόνο που τούτη τη φορά σαν έκλεισε τα μάτια είδε μόνο αστέρια και ήλιους και κόσμους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…

Ένα λεπτό αργότερα σαν τα άνοιξε ξανά, νόμισε ότι είχαν περάσει ώρες.
Θυμήθηκε με μιας την μελαχρινή ξωθιά και το δώρο της.
Χαμογέλασε, κοίταξε το γέρο της που κοιμόταν ανακουφισμένος από το φάρμακο, και της έστειλε μιαν ευχή μέσα από τον δροσερό, αραιό αέρα της νύχτας.

*
Ο αέρας ταξίδεψε την ευχή μέχρι το δάσος και συνάντησε την μελαχρινή ξωθιά στο ξέφωτο, δίπλα στις τρελές αδερφές της.

Ύστερα, απαλά-απαλά, φύσηξε την ευχή πάνω της
και πήρε για άλλη μια φορά αυτή την μικρή θλίψη, που καθόταν ώρες ώρες στις γωνιές των ματιών της.

Ετικέτες

posted by ralou
4:10 μ.μ. | 18 Comments so far |
 View My Public Stats on MyBlogLog.com