about

Name: ralou
From: Athens, Greece
About me:
More..
Hate and love
  • Hate : heat
  • Love : cold
  • My music : whatever
  • My books : 2000 of them!
linked blogs

. . . .
Credits
Layout design by:

Pannasmontata

Layout revised by:

Yours truly

μια σκοτεινη γατα σουλατσαρει στο μυαλο μου
Πέμπτη, Ιανουαρίου 31, 2013,10:27 π.μ.
O Σκύλος και ο Άνθρωπος που Είχε Σκύλο.


Ήταν κάποτε ένας Σκύλος. Και ένας Άνθρωπος Που Είχε Σκύλο.
Ο Άνθρωπος ήταν πολύ ευχαριστημένος με το σκύλο του.
Ο Σκύλος τον αγαπούσε, του ήταν πιστός, χρήσιμος και κάπως διασκεδαστικός.
Και έκανε ένα σωρό κόλπα που έκαναν τον Άνθρωπο πολύ χαρούμενο.
Βέβαια ο Σκύλος δεν μπορούσε να λύσει τα μεγάλα και σοβαρά προβλήματα του Ανθρώπου.
Το πολύ πολύ να μπορούσε να τον κοιτάξει με τα μελιά ανθρωπίσια μάτια του για να τον κάνει να νοιώσει καλύτερα.
Γι αυτό ο Άνθρωπος ήταν πολύ ευχαριστημένος
Και ο Σκύλος ήταν ευχαριστημένος όμως
Απλά και μόνο γιατί ήταν στην σκιά του Ανθρώπου του
Δεν ξερω αν το έχετε αντιληφθει, οι σκύλοι γίνονται πολύ εύκολα ευτυχισμένοι έτσι απλοϊκοί που είναι
Αλλά καθώς περνούσε ο καιρός ο Σκύλος ένοιωσε την ανάγκη να ζητήσει από τον Άνθρωπο κάτι περισσότερο.
Ήθελε ο Άνθρωπος να τον δει σαν Άνθρωπο που Ήταν Σκύλος.
Και σαν βρήκε το θάρρος -μια άτυχη, όπως αποδείχτηκε, στιγμή- το ξεφούρνισε!
Ο Άνθρωπος Που Είχε Σκύλο ταχασε
Είναι καλό να έχεις σκύλο αλλά όχι και να του δίνεις περισσότερα από όσα πρέπει.
Οι σκύλοι πρέπει να κρατάνε τη θέση τους. Δεν είναι προσωπικοί φίλοι. Άντε να πούμε ότι είναι οικογενειακοί φίλοι που μοιράζονται μαζί σου μια στιγμή χαλάρωσης ή μια βραδυνή παρέα και που όταν τους ρωτάς «Τι κάνεις?» εκείνοι απαντούν μόνο «Καλά» πράγμα που αποδεικνυεται πολύ βολικό και δεν σε μπλεκει με λεπτομέρειες για τα πιο επώδυνα πράγματα στη ζωή τους.

Μέσα σε μια στιγμή το αποφάσισε
Ο Σκύλος έπρεπε να φύγει. Τον πήρε και τον αμόλησε σε μια ερημιά.
Μετά έφυγε τρέχοντας, μη ρίχνοντας ούτε βλέμμα πίσω του.
Ο Σκύλος σαστισμένος, δεν καταλάβαινε.
Διότι ως σκύλος δε μπορούσε να αντιληφθεί ότι ήταν απλά ένα εργαλείο για τον Άνθρωπο Που κάποτε Είχε Σκύλο
(Και δεν θέλεις τα εργαλεία να ζητάνε πράγματα. Θέλεις?)
Περιπλανήθηκε στις ερημιές για λίγο και μετά έκανε αυτό που κάνουν οι σκύλοι που σέβονται τον εαυτό τους.
Έψαξε να βρει ξανά τον Άνθρωπο του.
Αλλά αυτό αποδείχτηκε άπειρα πιο δύσκολο από ότι φανταζόταν.
Περιπλανήθηκε με οδηγό την μυρωδιά στα μέρη που πιθανόν να είχε παει ο Άνθρωπος.
Οσμίστηκε... και να...!
Να, εδώ είχε βγει για κυνήγι.
Κι εδώ άφησε τις κορουλες του να παίξουν μια ηλιόλουστη μέρα.
Κι εδώ έδωσε μάχη με τους εχθρούς του.
Κι εδώ πέρασε ένα όμορφο απόγευμα με τους φίλους του.
Ο Σκύλος έβρισκε όλα τα μέρη που είχε παει ο Άνθρωπος Που κάποτε Είχε Σκύλο αλλά όχι και τον ίδιο.
Διότι ο Άνθρωπος, μπορεί να μην ήξερε να κρύψει καλά τα χνάρια του αλλά ήξερε να κρύβεται καλά ο ίδιος.
Ο Σκύλος σκεφτόταν συχνά τις ώρες που πέρασε με τον Άνθρωπο, είχαν και καλές στιγμές μαζί και μερικές φορές νόμιζε ότι πραγματικά τον κοιτούσε όχι σαν σκύλο αλλά σαν σαν Άνθρωπο Που Ήταν Σκύλος.
Άλλες φορές πάλι σκεφτόταν ότι τον κοιτούσε σαν ένα απλο σκύλο. Ούτε καν σαν τον δικό του σκύλο.

Παρ' όλα αυτά ο Σκύλος πάντα νοσταλγούσε τον Άνθρωπο του.
Και πάντα αναρωτιόταν τι να έκανε τώρα πια
Ίσως να είχε ένα άλλο σκύλο.
Ίσως ο σκύλος του να είχε τις ίδιες ικανότητες και να έκανε τα ίδια έξυπνα κόλπα με τον ίδιο
Και ίσως ο Άνθρωπος να ήταν ευχαριστημένος

Η ίσως...

...ίσως ο Άνθρωπος Που Κάποτε Είχε Σκύλο να είχε γίνει πια ο σκύλος κάποιου άλλου.
Να ήταν δηλαδή ένας Σκύλος Που κάποτε Ήταν Άνθρωπος
Και ευχόταν...
Ευχόταν να μην του έρθει ποτέ η ανάγκη να ζητήσει απ τον δικό του Άνθρωπο κάτι παραπάνω από το να είναι ένα απλο χρήσιμο εργαλείο.
Και ευχόταν αν το έκανε, να μην τον παρατούσαν κι αυτόν στις ερημιές.

Γιατί είναι δύσκολα στις ερημιές ακόμα κι αν έχει κανείς την πιο καλή παρέα...

Και ο Σκύλος δεν υπήρξε ποτέ εκδικητικό πλάσμα
Μονάχα ένα λυπημένο, πλάσμα που πόναγε να γεμίσει ένα Κ Ε Ν Ο.


Ετικέτες

posted by ralou
10:27 π.μ. |
Πέμπτη, Ιουλίου 19, 2012,8:44 μ.μ.
Ασπρο
Κλαννγκ-κλανγκ... Ιιιιιιιικκκκκ
Ξεκλειδώνω την κρύπτη και ανοίγω την βαριά πόρτα.
Σκοτεινιά, αράχνες και βαριά μυρωδιά μούχλας με υποδέχεται.
Σχεδόν τέσσερα χρόνια κλεισούρας έχει ποτίσει τα πάντα.
Αφήνω το λευκό πακέτο στο τραπέζι, μια ΑΣΠΡΗ άσπιλη κηλίδα στη μαυρίλα.


Φοράω λευκά και είμαι ξαπλωμένη πάνω σε άσπρα ρούχα.
Ψηλά, πάνω από το κεφάλι μου απλωμένα σε φωτεινό πίνακα κι άλλα ασπρόρουχα με ωραία νοικοκυρίστικα κοφτά κεντήματα.
Σου δείχνω με το αριστερό χέρι μου τα σχέδια που είναι εκεί και μετά γυρίζω αριστερά και σου δείχνω αυτά που είναι δίπλα στο κεφάλι μου εκεί που είμαι ξαπλωμένη.
Μέσα από τα κοφτά κεντήματα διακρίνω την παλάμη σου μόλις 1-2 εκατοστά δίπλα στο μάγουλο μου και συνέχεια γυρίζω για να πάρω λίγη από την ζεστασιά της.
-Γυρίζει το κεφάλι της και αγγίζει το χέρι μου, ξανά και ξανά
Ξανά και ξανά
-Και στέκομαι ακίνητος για να μπορώ να καταλάβω
Και καταλαβαίνω ότι επιτέλους καταλαβαίνει
-Την ανασηκώνω σε μια αγκαλιά
Νοιώθω τα χέρια του να με αγκαλιάζουν και να με ανασηκώνουν
-Ήρθε η ώρα, Το αποφάσισα, πρέπει να βγουν όλα έξω
Θέλει να μου μιλήσει. Αφήνομαι καθώς με σέρνει σε ένα διάδρομο κρατώντας με πάντα στην αγκαλιά του
-Την σέρνω στην αγκαλιά μου μέχρι να βρω ένα ασφαλές μέρος
Γύρω μας μας κοιτούν ένα σωρό μάτια. Τα πόδια μου διαλύονται σιγά σιγά καθώς καταλαβαίνω τι θα συμβεί.
-Τα πόδια της είναι διαλυμένα σε ένα λεπτό πούσι χωρίς βάρος. Με ευκολία την τραβώ. Περνάω από δωμάτια διάπλατα ανοιχτά και άλλα και άλλα.
Παντού υπάρχουν μάτια που βλέπουν. Δεν έχω θέληση αλλά έχω επίγνωση του τι θα συμβεί. Από ένα ανοιχτό δωμάτιο βγαίνουμε στον ανοιχτό χώρο, ένα στενό διάδρομο με χαμηλό τοίχο, σαν πίσω αυλή.
-Γεμάτο σωληνώσεις και μικρές φωλιές... αλλά δεν είναι ασφαλές.
Έχω χάσει καθετί εκτός από την επίγνωση του τι θα συμβεί. Το κορμί μου έχει γίνει όλο άσπρο πούσι εκτός από το κεφάλι μου. Σέρνομαι και η αναμονή με διαλύει περισσότερο
-Σταματάω σε ένα σημείο
Σταματάμε σε ένα σημείο. Κι άλλα μάτια. Πουθενά δεν είναι ασφαλές
-Την ακουμπώ σε ένα φράχτη από πυκνό γιασεμί να ακούσω.... Φωνές...
Με ακουμπάει σε ένα φράχτη από γιασεμί λιγάκι ξερό και άνυδρο αλλά έχει ακόμα λουλούδια.
-Δυο ζευγάρια χείλια πολύ κοντά, αιωρούνται
Δυο ζευγάρια χείλια κάτι θέλουν να πουν...
-Κάτι θέλουν να κάνουν. Λέω «αυτο ήταν όλο» και εννοώ «εχω φτύσει στο τέλος του δρόμου. Το αποδέχομαι»
Κάτι θέλουν να πουν και λένε «αυτο είναι όλο» και εννοούν «δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο πια». Η πλήρης αποδοχή
-Κάτι θέλουν να πουν
Κάτι θέλουν να κάνουν. Όλα είναι άσπρα και εξιδανικευμένα αλλά δεν είναι ασφαλή. Κι άλλα μάτια τριγύρω
-Αλλά δεν είναι ασφαλή. Κι άλλες φωνές τριγύρω...

Κάποιοι με απομακρύνουν από εκεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα
-Την απομακρύνουν από κοντά μου και δεν μπορώ να κάνω τίποτα
Καθώς η απόσταση μεγαλώνει, προσπαθώ να κρατήσω μια τελευταία εικόνα του μια τελευταία ματιά αλλά δεν είναι εκεί
-Τα μάτια μου γίνονται δυο κόκκινες τρύπες. Αυτό βλέπει τώρα
Τώρα φοράει καφετιά και έχει για μάτια δυο κόκκινα φωτάκια. Δεν μπορώ πια να έχω το βλέμμα του
-Απομακρύνεται...
Απομακρύνομαι...

-Συνέβη στ' αλήθεια αυτό?
Όχι μικρο μου, δεν συνέβη. Μόνο μια ξεχαρβαλωμένη κεκρόπορτα ήταν που άνοιξε σε μια καλά φυλαγμένη κρύπτη του υπό άλωση μυαλού μου. Τίποτε άλλο.
-Δεν ένιωσες?
Ένοιωσα. Ήσουν εκεί, ζεστός, όμορφος αλλά δεν ήμασταν μαζί. Εγώ ήμουν εδώ μέσα στα άσπρα νοσοκομειακά μου σεντόνια και συ έφυγες από την κρυπτή και νόμισα πως ήρθες να με βρεις.
Είμαι σίγουρη πως εσύ βρίσκεσαι στην πραγματικότητα κάπου μακριά, ξενιτεμένος ηθελημένα στο παρελθόν και χαμογελάς ακόμα κάτω από τα μουστάκια σου με εκείνο το γοητευτικό σου χαμογελάκι.
Αλλά τα δικά μου όνειρα είναι πιο πολύπλοκα από τα δικά σου. Στο έχω ξαναπεί.

Αντίο μικρο μου. Δεν είμαι πια καθόλου θυμωμένη μαζί σου
Αλήθεια...!


Οπισθοχωρώ μέχρι την πόρτα. Βγαίνω έξω στο φως και κλειδώνω πάλι πίσω μου.
Ιιιιιιικκκκκ... κλανγκ-κλανγκ.
Αντίο.

Ετικέτες

posted by ralou
8:44 μ.μ. |
Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008,9:50 π.μ.
CLOSURE
Λοιπόν!
Έχουμε και λέμε:
Τα Φώτα τα σβήσαμε.
Τον κεντρικό διακόπτη του νερού; ο.κ.
Τα κλιματιστικά σβηστά; ο.κ.
Το ψυγείο το αδειάσαμε; ο.κ.
Την γάτα την πήραμε; Ναι ο.κ.
Αμπαρώσαμε τα παράθυρα; Ναι ο.κ.
Σκεπάσαμε με σεντόνια τα επιπλα; ο.κ.
Λουκέτο αγοράσαμε; Ναι!
Ειδοποιήσαμε την ΔΕΗ να κόψει το ρεύμα; ο.κ.
Την ΕΥΔΑΠ για το νερό; Ναι!
Την vivodi για την σύνδεση της ADSL; ο.κ.
Ακυρώσαμε τις συνδρομές των περιοδικών; Ναι
Ρίξαμε απολυμαντικό στην αποχέτευση; Ναι
Ψεκάσαμε τις γωνιές για μυρμήγκια και κατσαρίδες; ο.κ.
Ενημερώσαμε τους γείτονες για το πότε και αν θα επιστρέψουμε;
Δώσαμε την την νέα διεύθυνση μας;
Ωχ! Αυτά τα δύο τελευταία δεν τα κάναμε.
Ας τα διαγράψω τελείως για να μην είναι μέσ’ τη μέση.
Μην το ξεχάσω όμως...!

Τσεκάρω και τα υπόλοιπα στην λίστα.
Όλα εντάξει.
Δεν μένει παρά να ρίξω μια τελευταία ματιά στο σπίτι που η Σκοτεινή Γάτα φανταζόταν, ονειρευόταν, φαντασιωνόταν, έλεγε ψέματα και καμιά φορά της ξέφευγαν και μερικές αλήθειες.
Και να φύγω…






Είναι αλήθεια ότι αυτό το σπίτι, φτιάχτηκε όταν το μυαλό μου ήταν ακόμα φρέσκο και οι ιδέες στριμώχνονταν τόσο πολύ που το άλλο blog δεν έφτανε.
Όταν τα πράγματα άλλαξαν, το σπίτι γέμισε αράχνες και οι προσπάθειες να γίνει ένα γενικό ρεκτιφιέ, μ’ όλο που έγιναν με ζέση και λαχτάρα, δεν πέτυχαν.

Επομένως τούτο το σπίτι δεν έχει πια λόγο ύπαρξης.
Ευχαριστώ όλους σας που το επισκεπτόσασταν συχνά παρ όλο που έμοιαζε ακατοίκητο, έβλεπα τις επισκέψεις σας στα στατιστικά.
Αλλά τώρα που δεν μπορώ να σας επισκέπτομαι πια εγώ, δεν περιμένω να το κάνετε εσείς.




Σας βάζω λινκς σε δύο τρία από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα, ίσως κάποιος να θέλει να δει κάτι παλιο.
Τα ΔΕΝΤΡΑ μου, αναρτημένο για πρώτη φορά στο blog του Σταύρου Κάτσαρη στο θεματικό αφιέρωμα του για τα φυτά και τα λουλούδια.
Τον ΜΟΝΟΚΕΡΩ, την ιστορία του Jason και την συνέχεια της που μου ζήτησε να γράψω ειδικά σε τούτο το blog.
Το just one of those moods ένα μικρούλι παραλήρημα που το έγραψα σε δέκα λεπτά και μετά οι εικόνες του με στοίχειωναν.
Και το Ειναι Μονο Λεξεις το πιο κουτά γραμμένο ποστ ever.

Χμ.. είναι γεγονός ότι δεν είναι πολύ πλούσιο σε κείμενα αυτό το blog.
Εγραφα σ αυτό μόνο όταν το μυαλό μου ταξίδευε και… προσπαθούσα να του μαζεύω τα λουριά για να μην παρεκτρέπεται συχνά :D

Αγαπημένοι φίλοι, και σεις dodos, Τασούλα –που με παρασύρατε να το φτιάξω- και συ αρχηγέ του Fan Club h.constantine –που εξακολουθείς βέβαια να είσαι ο αρχηγός, απλά το Fun Club έχει καταντήσει σαν εκείνο της πάλε ποτέ αοιδού Μπέσυς Αργυράκη- αλλά και όλοι οι άλλοι που το επισκεφτήκατε και ήπιαμε μαζί καφεδάκι τις πρωινές ώρες και ποτάκια τις μεταμεσονύκτιες… σας αποχαιρετώ.

Αυτό το σπίτι δεν έχει πια λόγο ύπαρξης.
Και δεν θα έχει για πολύ καιρό.






Ευχαριστώ όλους σας από καρδιάς
Αντίο
ralou


Επιτρέψτε μου να ζητήσω κάτι
Αυτό το μπλογκ είχε πάντα μετρημένες επισκέψεις.
Σας παρακαλώ πολύ να σχολιάσετε όλοι όσοι μπαίνετε ώστε να φτιαχτεί ενα guest book σε αναμνηση.
Δεν είναι ανάγκη να γράψετε κάτι.
Ενα χαμογελάκι :) ή ενα κλείσιμο ματιου ;) ενα εικονικό φιλάκι ή και δύο ΧΧ είναι αρκετά.

Αχ! ναι! αυτό αφορά κυρίως εσένα φίλε SANTOS!
Μην με ξεχάσεις!
Λαγοπόδαρο μου εσύ!

Μετάφραση για να το καταλάβει:
Ah! yes! this concerns mainly esena friend SANTOS!
Me do not forget!
Lagopodaro my you!




;)

Θα προσθέσω εδώ το αποχαιρετηστήριο δώρο του φίλου dodos, που χθες βράδυ με ενα κλικ στο λινκ που μου έστειλε, μ έκανε να σκεφτώ πόσο καμιά φορά μας αγγίζουν φίλοι που δεν έχουμε ποτέ δει μπροστά στα μάτια μας και πως μας αφήνουν φίλοι που ζήσαμε μαζί τους ζωές ολόκληρες.

Συνέντευξις

Φυσικά και ονειρευομαι
Ζει κανεις μόνο μ’ ένα ξερό μισθό;
.
Πόσο συχνά;
Κάθε που εγκαταλείπουν συχνότατα όλοι.
.
Επηρεάζουν τους απόντες τα όνειρα μας;
Βέβαια. Το ξανασκέφτονται καλά
και μάλλον μετανοιώνουν οριστικά τους όλοι.
.
Είναι ελευθέρα η είσοδος;
Οχι εντελώς. Ζητάω την άδεια του ονείρου
πριν ελπίσω, Μου την δίνει εν γένει
μαζί με κάποιες οδηγίες αυστηρές.
Να πιστέψω δίχως να αγγίξω
να μην μιλήσω διόλου στον καπνό
γιατί είναι υπνοβάτης και θα πέσει
μόνο δια του βλέμματος ν’ αφησω
το αίτημα μου στην κρεμάστρα
ότι μου δοθεί να το δεχτώ
κι ας μην έχει καμιά ομοιότητα
μ αυτό που ζωγραφίζει η έκκληση μου-
θα την επανέβρει μόλις ξαναχαθεί.
.
Ενα μόνο δεν μου δίνει το όνειρο
Το όριο. Ως που να κινδυνέψω.
Γιατί τότε πια δεν θα ήταν όνειρο.
Θα’ταν γεράματα.


Κική Δημουλά, Η εφηβεία της λήθης, 1994, Εκδόσεις Στιγμή
Ευχαριστώ σε dodos!

Ετικέτες

posted by ralou
9:50 π.μ. | 38 Comments so far |
Τετάρτη, Ιουνίου 18, 2008,1:27 μ.μ.
Five Stages Of Grief

The Kübler-Ross model by Elisabeth Kübler-Ross "On Death and Dying".

Δεν μπορείς να εμποδίσεις τα πουλιά της λύπης να πετάνε πάνω από το κεφάλι σου,
αλλά μπορείς να τα εμποδίσεις να κάνουν φωλιά στα μαλλιά σου.

Κινέζικη παροιμία



Άρνηση:
Δεν έγινε! Δεν έγινε σου λέω! Δεν υπάρχει!
Δεν μου συνέβη αυτό, σε λίγες ώρες όλα θα είναι όπως παλιά.
Μια παραξενιά της τύχης έμπλεξε το βήμα μου, και παραλίγο να σκοντάψω.
Δεν κατάλαβα καλά! είμαι ολωσδιόλου χαζή!
Όχι τα αυτιά μου με κορόιδεψαν, τα μάτια μου με γέλασαν, οι μυρωδιές ήταν ψευδαίσθηση, δεν πικράθηκε το στόμα μου, και οι πληγές στις παλάμες μου αύριο θα έχουν επουλωθεί.
Ευτυχώς ο κόσμος είναι σπλαχνικός!

Θυμός:
Είμαι έξαλλη.
Με τον εαυτό μου,
με την τύχη που μου παίζει παιχνίδια,
με τα πράγματα γύρω μου,

με τους προαιώνιους εχθρούς μου,
με τους αγαπημένους φίλους μου,
με την βλακεία μου,
με την ευφυΐα μου και τα τερτίπια της.
Είμαι έξαλλη που είμαι έξαλλη...!
Γιατί ο κόσμος είναι τόσο μισητός;

Παζάρεμα:
Αν το επόμενο άτομο που θα δω στον δρόμο είναι παιδί, όλα θα διορθωθούν
Αν το επόμενο αυτοκίνητο που στρίψει στην γωνία είναι άσπρο, θα γυρίσω πίσω στο χρόνο και θα μπορέσω να το προλάβω.
Αλλά κι αν δεν έχω κάνει λάθος εγώ, μήπως να υποχωρήσω και να δώσω γη και νερό;
Αν επανορθώσω, αν πω ότι όλα είναι ένα αστείο, αν ζητήσω συγνώμη, αν κάνω ότι δεν συνέβη τίποτα;
Α! μπορώ να κάνω μια συμφωνία, οποιαδήποτε συμφωνία με τον κόσμο αρκεί ο κόσμος να γυρίσει εκεί που ήταν πριν...

Απόγνωση - Κατάθλιψη:
Μα τι είναι αυτό το μαύρο σύννεφο μπροστά στα μάτια μου, γιατί μου μυρίζει αποσύνθεση, γιατί οι ήχοι τρυπάνε τα αυτιά μου, γιατί τα χέρια μου έχουν πληγές που αιμορραγούν, γιατί η γεύση χάνεται από το στόμα μου;
Μπαίνω μέσα στο σπίτι, μπαίνω μέσα στο δωμάτιο, κλείνω την πόρτα, κλείνω τα φώτα, τυλίγομαι σε ένα σεντόνι, χώνομαι μέσα στον ύπνο, χάνομαι σε μονοπάτια ζοφερά, μόνο εικόνες σκοτεινές και θολές, καθόλου φως, καθόλου υγρασία μόνο ζέστη και ξερός άνυδρος αέρας.
Καίγομαι στην Κόλαση
Μαρτυράω στο Καθαρτήριο
...
Αποδοχή:
Ανοίγω το ένα μάτι.
Έχει λίγο φως έξω και είναι δροσερά.
Ίσως να είναι καλύτερα έτσι.
Μπορεί να πανε τώρα όλα καλύτερα.
Ήταν τρομακτικό αλλά πέρασε.
Περνάω έξω από την πόρτα του Παράδεισου

και δεν επιθυμώ πια να μπω μέσα. Εχω καιρό ακόμα!
Τουλάχιστον προς το παρόν, θα ευτυχήσω στο Καθαρτήριο.
Ολα - όλα; - είναι καλά.
Αγκαλιάζω την θλίψη μου και χαμογελώ στον πανδαμάτορα.
Κοιτάζω τον ήλιο που βγαίνει από το βουνό στα ανατολικά
Είμαι καλά.
Είμαι ζωντανή.

...αλλά...
Δεν κατάλαβα καλά! είμαι ολωσδιόλου χαζή!...
...χάνομαι σε μονοπάτια ζοφερά...
...είμαι έξαλλη που είμαι έξαλλη...
...ήταν τρομακτικό αλλά πέρασε...
...αν ζητήσω συγνώμη, αν κάνω ότι δεν συνέβη τίποτα...;
...ζέστη και κι ξερός άνυδρος αέρας...
...αλλά μήπως έχω κάνει λάθος εγώ...;
...με την τύχη που μου παίζει παιχνίδια...
...ίσως να είναι καλύτερα έτσι...
...έχω κάνει σίγουρα λάθος...
...οι πληγές στις παλάμες μου αύριο θα έχουν επουλωθεί...

Ω! Τα πέντε στάδια της θλίψης...
Όχι όμως σειριακά...!
Ανακατεύονται χαοτικά.
Στερούν και την παραμικρή ευκαιρία να προγραμματίσω το χρονικό πλαίσιο που θα κινηθούν.
Α! Τώρα διαπραγματεύομαι και πριν ήμουν θυμωμένη, άρα τώρα μένει να πέσω σε απόγνωση αλλά μετά θα το αποδεχθώ.
Χα!
Εδώ δεν χωράει λογική.
Δεν υπάρχει μια βολική σταθερή τροχιά. Η τροχιά είναι κυκλικό σχήμα που τουλάχιστον επαναλαμβάνεται σταθερά.
Εδώ πρόκειται για φρακταλς.
Ένα κομμάτι είναι μέρος ενός άλλου... που είναι μέρος ενός άλλου... που είναι μέρος ενός άλλου...
Σαν τα πουκάμισα του κρεμμυδιού που όλο και αφαιρείς και όλο κι άλλο έχεις να αφαιρέσεις.
Και το κακό είναι ότι όταν τα αφαιρέσεις όλα δεν μένει απολύτως τίποτα.
Μηδέν.

Καλό αυτό.
Σημαίνει ότι μπορώ να ξεκινήσω πάλι από την αρχή.
Εμπρός λοιπόν!
Προχώρα!
Τρία εκατοστά πάνω, σαράντα εμπρός, πάτα!
Το άλλο πόδι τώρα.
Προχώρα!
Το
πολύπτυχο πακετάκι έφυγε λίγο πιο νωρίς απ' ότι υπολόγισα, και έπνιξε με το βάρος του την ζωή των ανθρώπων.
Θα περιμένω τώρα τον
Ασπρο Βασιλιά και την ριπή του ανέμου να με σπρωξει ανάμεσα στα δύο βουνά να λικνιστούμε μαζί στην ανυπαρξία.

Προς το παρόν όμως θα χαθώ μέσα στην μαύρη τρύπα στην οποία συρρικνώθηκε αυτή η απουσία, θα βουτήξω μέσα της και θα νοιώθω το αμετάκλητο και το οδυνηρό της.

Ενα χειροφίλημα δεν ήταν ικανό να δωσει αναβολή στο αμετάκλητο τέλος.

Τελικά, ο μικρός στρατός μου από φουριόζα ηλεκτρόνια , έφτασε στον προορισμό του και κάποιος δεν έκανε τίποτα περισσότερο παρα να πατήσει …
Do you want to save this file?
This file will be permanently deleted
Are you sure?
YES ..............NΟ
Click… click… click…


Retrospectiva σημερα.
Αναφορές σε παλιά πόστ αυτού του μπλογκ, που αράχνιασε τελείως.
Αν κανείς μπορεί να βοηθήσει στην ανακαίνιση, πάσα προσφορά δεκτή!
Κανένα καινούργιο consept, καμιά καινούργια συγκεκριμένη ιδέα, κάτι...

Ετικέτες ,

posted by ralou
1:27 μ.μ. | 5 Comments so far |
Τρίτη, Ιουνίου 03, 2008,4:11 μ.μ.
comfortably numb - happily alert


comfortably numb

Μα γιατί όλα ξεκινούν από τους ήχους;
Ο συγκεκριμένος ήχος είναι εκκωφαντικός και σκληρός.
Μια φωνητική σφαίρα, λίγο χαρούμενη, λίγο ανάλαφρη και πολύ κοροϊδευτική.
Διασχίζει τον ακουστικό πόρο της, χτυπάει το τύμπανο, δονεί την σφύρα τον άκμονα και τον αναβολέα, μετασχηματίζεται με πολύπλοκες διαδικασίες σε σήματα που ακολουθούν τα μονοπάτια των νεύρων μέχρι να φτάσουν στο μυαλό της

Και το θρυμματίζουν σε δισεκατομμύρια κομματάκια.

Η δύναμη που της έχει απομείνει, μπορεί μετά βίας να διατηρεί την επιφανειακή τάση για να μην διαλυθούν.
Τα σταθερά σημεία της ζωής έχουν υγροποιηθεί, τα πόδια της βουλιάζουν μέσα τους και η ισορροπία γίνεται ασταθής.
Τα απαλά κομμάτια έχουν γίνει τραχιά και δύσβατα. Οι βοήθειες ανύπαρκτες.
Πλέει σε ένα κόσμο παχύρρευστο και βρώμικο.
Κομμάτια από αντικείμενα την προσπερνούν, κομμάτια από αντικείμενα αγαπημένα μόνο που τώρα είναι βρώμικα και άσχημα παραμορφωμένα.
Γέρνει στο πλάι να τα αποφύγει και πέφτει πάνω σε άλλα.
Αναπνέει τον ζοφερό αέρα, γεύεται τα νεράντζια της απόρριψης, μυρίζει την στυφή μυρωδιά των καμένων φαντασιώσεων.
Το φως έχει χαθεί.
Το σύμπαν την περιτυλίγει κατάμαυρο.
Αφήνεται να παρασυρθεί στα ενδοαστρικά κενά παρασυρμένη από τα κοσμικά ρεύματα.
Πονάει...
Αφήνεται να μουδιάσει αναπαυτικά, οι αισθήσεις αμβλύνονται και σιγά σιγά η μυρωδιά γλυκαίνει λίγο, τα νεράντζια δίνουν την θέση τους σε -λίγο άγουρα- κεράσια, ένα δύο αστέρια από τον αστερισμό του Υδροχόου διακρίνονται αμυδρά.
Μουδιάζει λίγο περισσότερο.

Αργά, το λυκαυγές παίρνει την θέση της νύχτας, μια πολύ ελαφριά ψύχρα τυλίγει το κορμί της, σαλεύει λίγο και αισθάνεται μαλακά σεντόνια κάτω από την πλάτη της, απλώνει τα πόδια και κάτι πολύ χνουδωτό και ζεστό και ζωντανό την ακουμπάει, τεντώνει ένα χέρι και η παλάμη σταματάει πάνω σε δροσερή επιδερμίδα, μυρίζει τις οικείες οσμές, ακούει τους γνώριμους ήχους.
Η πλήρης εγρήγορση επιστρέφει, ανοίγει τα μάτια.

happily alert


Oυφ!
Ένας εφιάλτης ήταν μόνο.
Τα πλάσματα και τα πράγματα που αγαπάει είναι εκεί όλα δίπλα της.
Η νύχτα της έπαιξε ένα άσχημο παιχνίδι, και τώρα το βλέπει πως ήταν κάπως κουτό και αστείο που ξεγελάστηκε.
Σηκώνεται από το κρεβάτι, ξυπόλυτα πόδια πάνω στο πάτωμα.
Το χνουδωτό μικρό πλάσμα πετάγεται κι αυτό δίπλα της επίσης ξυπόλυτο και ακουμπάει την γάμπα της.
Το δροσερό μεγάλο πλάσμα γυρίζει στο άλλο πλευρό και συνεχίζει τον ύπνο του αλλά με τις κεραίες τεταμένες, έτοιμο να πεταχτεί αν χρειαστεί.
Κοιτάζει τις κουρτίνες που φουσκώνουν στον πρωινό αέρα και χαμογελάει.

Ένας εφιάλτης ήταν.
Ένας κουτός, επώδυνος και λίγο τρομακτικός εφιάλτης.
Όλα είναι καλά τώρα
Ασφαλή.
Ευγενικά
Αγαπημένα.
Το μούδιασμα που την ακολούθησε από τον εφιάλτη στην εγρήγορση φεύγει σιγά σιγά.
Αλλά... παράξενο...
Ο πόνος δεν ξαναγυρίζει !
Ευτυχώς όλα είναι καλά τώρα. Ηταν μόνο ενα παιχνίδι της νύχτας στον υπνώτοντα νου της.

Πίνει ένα ποτήρι νερό.
Μπορεί η πικρή γεύση να είναι η τελευταία που θα την παρατήσει ήσυχη...
...αλλά τελικά θα φύγει… !

Home, home again
I like to be here when I can
And when I come home cold and tired
Its good to warm my bones beside the fire
Far away across the field
The tolling of the iron bell
Calls the faithful to their knees
To hear the softly spoken magic spells


Αφιερωμένο σε σένα.
Συγνώμη που χρειάστηκα έξωθεν υπενθύμιση του πόσα πολλά σημαίνεις για μένα...

Ετικέτες

posted by ralou
4:11 μ.μ. | 10 Comments so far |
Κυριακή, Μαΐου 04, 2008,11:53 μ.μ.
...σαν μια - χημική - Άνοιξη...
Σαν να ξυπνάς σε ένα δροσερό, τριζάτο ανοιξιάτικο πρωινό με με μυρωδιά νερατζανθών.
Σαν την πρώτη βουτιά στη θάλασσα ενα Αυγουστιάτικο σκονισμένο μεσημέρι με καύσωνα
Σαν να περπατάς στο δάσος μετά από πρωτοβρόχι, μυρωδιές και βουητά από μέλισσες και αλλά ιπτάμενα ζούδια.
Σαν να παρακολουθείς μια νεογέννητη πεταλούδα να τεντώνει τα φτερά της μέσα στο αστικό τοπίο
Σαν να βλέπεις για πρώτη φορά τις δροσοσταλίδες, τα νεογέννητα μπουμπούκια, τα νέα πράσινα φύλλα λαμπερά πάνω στα σκούρα πράσινα περυσινά
Σαν να μυρίζεις το ψωμί που ψήνεται, λίγο πριν βγει από τον φούρνο, μυρωδιά γεμάτη υποσχέσεις στους γευστικούς κάλυκες.
Σαν να απλώνεις το χέρι μόλις ξυπνάς και αγγίζεις με μιας δύο αγαπημένα πλάσματα να κοιμούνται δίπλα.
Σαν το πρώτο χάδι της γάτας το πρωί, παρατεταμένο κουτούλημα της γάμπας και απαλό μαχμουρλίδικο χουρχούρισμα.

Σαν να δίνεις δυο σφιχτά φιλιά σε αγαπημένα μαραμένα μάγουλα και να ανακαλύπτεις ότι είχες να το κάνεις χρόνια.

Σαν να βρίσκεις τρία λαμπερά ζαφείρια μέσα σε μια χούφτα τανζανίτες
Σαν να ξεχωρίζεις μόνο τρεις φράσεις από ένα ολόκληρο μυθιστόρημα, που κάνουν όλη την διαφορά.
Σαν να περιμένεις μια υπόσχεση να πραγματοποιηθεί, κάποια λόγια να ακούσεις, κάτι παλιό να το ξαναθυμηθείς και να είσαι βέβαιος ότι θα είναι ευτυχισμένο.

Σαν να αισθάνεσαι ότι όλα αλλάζουν γύρω σου, για πρώτη φορά προς το καλύτερο.
Σαν να μην αφήνεις αδιάφορα την μαυρίλα να σε καταπιεί αλλά κρατιέσαι στις παρυφές της και την ζυγιάζεις με την λογική.

Σαν ένα μαγικό –χημικό- ραβδί να σε άγγιξε και όλα να μπήκαν στη θέση τους, όλα να πήραν τις σωστές διαστάσεις.

Δεκανίκια;
Ναι δεκανίκια.
Αλλά μ αυτά περπατάς με σταθερό βήμα μετά από καιρό.
Παίρνεις την δύναμη σιγά σιγά, βρίσκεις τον χαμένο ρυθμό, την χαμένη διάθεση.
Και ελπίζεις να τα πετάξεις μια μέρα, αλλά φοβάσαι κιόλας, πριν την δύναμη και τον ρυθμό και την διάθεση πρέπει να αποκτήσεις την αυτοπεποίθηση, την αίσθηση ότι το μυαλό σου ιάθηκε πια και μπορεί μόνο του να συνεχίσει.
Ότι οι συνάψεις έγιναν πιο δυνατές από μόνες τους, τα συναισθήματα τρέχουν πάνω τους σαν σε λαμπρές λεωφόρους και όχι από σκοτεινά αποπροσανατολιστικά σοκάκια.





Η νεοαποκτημένη μου –χημική- Άνοιξη απλώνεται μπροστά μου σε όλη της την δόξα, αλλά δεν με νοιάζει που είναι χημική.
Μπορώ να ανοίξω ξανά τα μάτια στο φως και όλα θα είναι καλά.

I'm back!
I'M BACK!
I'M BAAAAAAAAAAAACK !!!

Ετικέτες

posted by ralou
11:53 μ.μ. | 22 Comments so far |
Τρίτη, Νοεμβρίου 06, 2007,11:36 π.μ.
...μικρά λευκά αντικείμενα διαμέτρου λίγων χιλιοστών…
Περπατάω μέσα σε μια παχύρρευστη πραγματικότητα.

Είναι θολά
Βλέπω τα πάντα μέσα από μια διαπερατή, θολή, ζωική μεμβράνη.
Δεν είναι σκοτάδι, ούτε φως, μόνο ένα ημίφως που κάνει τα μάτια μου να αγωνιούν να διακρίνουν και πάνω που νομίζουν ότι το πέτυχαν πάλι η πραγματικότητα ξεφεύγει.
Γύρω μου κολυμπάνε κλωστές φωτεινές, λίγο πιο διαυγείς.
Με ακουμπάνε, μου δίνουν λίγο πιο σαφή εικόνα για μερικά δευτερόλεπτα και μετά απομακρύνονται χορεύοντας τους περίεργους χορούς τους.


Είναι συγκεχυμένα.
Ένα ανακάτεμα ήχων σαν το βούισμα του πλήθους, σαν μια αντάρα που έρχεται από μακριά και γεμίζει τον χώρο και μπουκώνει τα αυτιά.
Μερικές φορές μικροί τσιριχτοί ήχοι πιο σταθεροί, λίγο ποιο συγκεκριμένοι, περνάνε τον ακουστικό πόρο μου και ακουμπάνε στο ακουστικό νεύρο. Θραύσματα ενός ολοκληρωμένου ήχου που ίσως και να σήμαινε κάτι, δίνοντας μου ελάχιστες πληροφορίες για αυτόν. Μετά εξασθενούν σχετικά γρήγορα και κοφτά και δεν αφήνουν καμιά πληροφορία να καταλάβω τι ήταν.


Είναι πικρά
Και λίγο ξινά ίσως, όχι με την ξινάδα του λεμονιού που δίνει μια νόστιμη αιχμή. Είναι άβολα και κουραστικά ξινά, εχθρικά και επιθετικά ξινά. Ένα σταγονίδιο γλύκας μερικές φορές ακουμπάει στη γλώσσα μου και απλώνεται διστακτικά σε ομόκεντρους κύκλους όπως όταν ένα βότσαλο πέφτει σε στεκούμενο νερό. Όσο μεγαλώνουν οι κύκλοι η γλύκα χάνει την ένταση της και αυτοακυρώνεται μέσα στο τραχύ ξινό περιβάλλον.


Είναι λίγο βρώμικα
Όπως η μυρωδιά ενός κατιφέ, ή ενός τριαντάφυλλου που έμεινε στο βάζο πολλές μέρες και μαράθηκε. Η όπως μυρίζει τη κουζίνα μετά από το τηγάνισμα των ψαριών που μόλις καταναλώσαμε βουλιμικά. Ο αέρας φέρνει μια ριπή –μα από πού την φέρνει;- νοτισμένου χώματος, ή από εκείνα τα περίεργα κυπαρισσάκια που είναι της μόδας να καλλιεργούν στους προκάτ κήπους τους, είναι μυρωδιά κωνοφόρου. Στέκεται στην άκρη της μύτης μου για μια στιγμή και ύστερα λειώνει μέσα στην αποφορά κάνοντας την να μοιάζει ακόμα πιο απεχθής.

Είναι λίγο κρύα / είναι πολύ ζεστά
Αισθάνομαι κάθε ίνα του κορμιού μου να συσπάται από το κρύο.
Αισθάνομαι κάθε νεύρο του κορμιού μου να παραλύει από την ζέστη.
Ελαφρά ρεύματα ζέστης / δροσιάς περνάνε και ακουμπάνε το δέρμα μου, μικρά και σύντομα ρεύματα δεν προλαβαίνω ούτε να τα καταλάβω καλά καλά.
Φεύγουν όσο γρήγορα και ξαφνικά ήλθαν και με αφήνουν να κρυώνω και να ζεσταίνομαι περισσότερο.

Στο βάθος του τούνελ με περιμένει μια κουκίδα λαμπερού φωτός.
Μια γλυκιά νότα, ένα σολ από έγχορδο.
Ένα λευκό κουφέτο με μύγδαλο μέσα.
Μια ανάσα μυρωδιάς της θάλασσας μετά από βροχή.
Ένα κουκούλι με τις ακριβείς συνθήκες ζέστης/κρύου/υγρασίας που επιθυμώ.

Τα κοιτάζω από μακριά και προσπαθώ να τα φτάσω μέσα στην θολούρα, την αντάρα, την αποφορά την πίκρα τον καύσωνα / το ψύχος.
Ίσως πάλι, δεν προσπαθώ.
Ίσως πάλι να χρειάζομαι αρωγούς, μικρά λευκά αντικείμενα διαμέτρου μερικών χιλιοστών.


Η ίσως να μην υπάρχει τούνελ και απλά να τα βλέπω στον ύπνο μου.
Εκεί που είναι διάφανα, μελωδικά, γλυκά, μυρωδάτα και αναπαυτικά.
Και καθόλου πραγματικά…


Ετικέτες

posted by ralou
11:36 π.μ. | 2 Comments so far |
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 14, 2007,9:40 μ.μ.
αντίο μικρέ μου πρίγκιπα...
Γκντουπ... παφ... φρρρρρ

Κάθε βράδυ. Δύο τρεις φορές κάθε βράδυ.

Γκντουπ!
Πήδαγε από το διπλανό σπίτι στην σιδερένια σκάλα του κήπου.

Παφ!
Με ένα μεγάλο σάλτο πηδάνε πάνω στο κρεβάτι μας από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας.

Φρρρρρ!
Άρχιζε να γουργουρίζει ακριβώς δίπλα στο αυτί μας για να μας ξυπνήσει να του βάλουμε να φάει.
Η μάλλον να τον βάλουμε να φάει.
Το φαγητό του τον περίμενε στο πιατάκι, αλλά αυτός ήθελε να τον πάρουμε αγκαλιά και να τον πάμε εμείς μπροστά στο φαγητό.
Και το κάναμε. Δύο και τρεις φορές κάθε βράδυ.
Ο Νικόλας τις περισσότερες φορές είχε ήδη σηκωθεί από το κρεβάτι πριν αρχίσει να γουργουρίζει.
Κανείς μας δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ για αυτό.
Κάθε βράδυ τα τελευταία δέκα χρόνια και τρεις μήνες.

Αυτές τις μέρες που ελπίζαμε να γυρίσει στο σπίτι, ακούσαμε χίλιες φορές αυτούς τους ήχους.
Μισοσηκωθήκαμε αμέτρητες φορές νομίζοντας ότι είχε έρθει.
Αλλά είχε έρθει μόνο στο μυαλό μας.

Το απαλό μου, ξανθό, γαλανομάτικο γατί δεν θα ξανάρθει ποτέ στην μέση της νύχτας να μας ζητήσει να τον πάρουμε αγκαλιά και να τον ταïσουμε.

Δεν θα τον δούμε ποτέ ξανά ξαπλωμένο στο τοιχάκι του κήπου, στο τραπεζάκι, στην αγαπημένη του πολυθρόνα, δίπλα στο καλοριφέρ, πάνω στο κρεβάτι, κάτω από τα απλωμένα ρούχα στην απλώστρα, δίπλα στις γλάστρες το καλοκαίρι, πάνω στο παλιό στερεοφωνικό, δίπλα στον υπολογιστή.

Δεν θα τον χαϊδέψουμε ποτέ ξανά, δεν θα τον σφίξουμε στην αγκαλιά μας, δεν θα τον μυρίσουμε, δεν θα τον φιλήσουμε με χιλιάδες φιλιά, δεν θα τον τρέξουμε στον γιατρό για ψύλλου πήδημα, δεν θα ψάξουμε ξανά για νέες γεύσεις κονσέρβας που να του αρέσουν, δεν θα γελάσουμε με τις αστείες στάσεις που έπαιρνε στον ύπνο, ούτε με τις εκτινάξεις που έκανε όταν έπαιζε extreme games με ένα κομμάτι φασολάκι ή καρότο, δεν θα κοκορευτούμε ξανά ότι έχουμε τον ομορφότερο γάτο του κόσμου.

Και εκείνος, δεν θα μας κουτουλήσει το πόδι ποτέ ξανά, ούτε θα μου δαγκώσει τα χέρια ούτε θα με κυνηγάει για να παίξει μαζί μου, ούτε θα νιουρίσει με την άσχημη δυνατή φωνή του.

Τα χέρια μου θα καθαρίσουν από τις τελευταίες πληγές που έχουν από τις γρατσουνιές του και σιγά σιγά δεν θα μείνει τίποτα που να θυμίζει την φυσική του παρουσία.

Θέλω να γράψω τόσα πολλά για αυτόν.

Το μόνο που με εμποδίζει είναι τα δάκρυα που κατρακυλάνε από τα μάτια μου και μου θολώνουν την όραση.
Και τα χέρια μου που τρέμουν.

Ο Μέρλιν, ο πορφυρογέννητος πρίγκιπας μου, δεν υπάρχει πια.
Δεν μπόρεσα ούτε να τον φιλήσω ουτε μια τελευταία φορά...

Θα υπάρχει μόνο στην καρδιά μας, στην σκέψη μας, στις αναμνήσεις μας.

Και θα πονάμε.

Θα πονάμε πολύ...



Αντίο Μικρέ μου Πρίγκιπα....

Ετικέτες

posted by ralou
9:40 μ.μ. |
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 07, 2007,1:02 π.μ.
ΤΡΕΛΟΚΟΡΙΤΣΟ Λ.Σ.3


photo by h.constantinos
κάντε κλικ να την δείτε σε μεγέθυνση


Το Τρελοκόριτσο Λ.Σ.3 πλεύρισε με λυγερή χάρη στην προβλήτα.
Άπλωσε το λεπτό χέρι της και κρατήθηκε γερά από τη δέστρα.
Απόθεσε το αρχέτυπο σχήμα της στα μάτια του κόσμου.
Τέντωσε τα χρώματα της κάτω από τον απογευματινό ήλιο.
Λικνίστηκε ανάλαφρα στα ήσυχα νερά του λιμανιού και χαμογέλασε μέσα από τα δόντια της στην ανάμνηση των ταραγμένων νερών που εσχίζε όλη μέρα.
Καμάρωσε για τα γυαλισμένα κουπιά της, από την επαφή με ανθρώπινα χέρια.
Ξεκουράστηκε από τον κάματο της μέρας. Ησύχασε.

Μετά εξερεύνησε την γειτονιά.

Έριξε μια ματιά δεξιά.
Μια νεαρή. Την κοιτούσε ακατάδεχτα καμαρωτή και κορδωμένη με σηκωμένη την μύτη.
Με τα φτιασίδια της και τα μοντέρνα της, με τις πλαστικές μαλακές καμπύλες και με τις ευκολίες της.
Την αγνόησε μέσα στην αυτάρκεια της
.


Έριξε μια ματιά αριστερά.
Μια παροπλισμένη γριούλα. Έγερνε από τα αρθριτικά στο πλάι.
Μισοβυθισμένη στο νερό, ξεβαμμένη, με τα σημάδια της πολύχρονης δουλειάς χαραγμένα στο κορμί της.
Την λυπήθηκε μέσα στην μεγαλοψυχία της.


Μετά το Τρελοκόριτσο Λ.Σ.3 κάθισε να σκεφτεί λίγο.
Η ανεμελιά της νιότης είχε περάσει πια.
Η ανασφάλεια των γηρατειών ήταν - ακόμα – μακριά.
Το παρόν της ήταν γεμάτο με την ωριμότητα, την γνώση, και τον μόχθο και την μαχητικότητα της μέσης ηλικίας.
Ένοιωθε καλά.
Ένοιωθε στην πρώτη γραμμή της ζωής.
Εκεί που η ύπαρξη πατάει γερά στα πόδια της.
Που τίποτα δεν μπορεί να την κλονίσει.
Που ο χρόνος δεν αργοσέρνεται όσο όταν ήσουν νέος και δεν πετάει όσο όταν γερνάς.
Το
Τρελοκόριτσο Λ.Σ.3 βίωνε τον χρόνο στον κανονικό του ρυθμό.
Έδιωξε την ιδέα της νιότης που φεύγει.
Έδιωξε την ιδέα του θανάτου που έρχεται.
Ίσιωσε το κορμί της και στάθηκε σταθερά στη μέση.
Έζησε την στιγμή και ευχαρίστησε την τύχη της που μπορούσε να καταλάβει πόσο τυχερή ήταν.

Νυχτώνει. Σε λίγο τα αστέρια θα της φιλούν τα πόδια μέσα από το νερό που τα αντανακλά.
Αύριο, αχάραγα, η δουλειά συνεχίζεται
.

"Ο καιρός αύριο θα είναι καλός. Οι άνεμοι θα πνέουν βόρειοι στα πελάγη και η θάλασσα θα είναι ήρεμη έως ελαφρά κυματώδης"




Σιγά!
Κάτι τέτοια τα κουλαντρίζει εύκολα.
Όλα καλά.
Καληνύχτα.



****************************





H φωτογραφίες του Τρελοκόριτσου και της παρέας του είναι του h.constantinos και δημοσιεύτηκαν στο Windscreen σε αυτό το ποστ.


Μου ζήτησε να γράψω για αυτήν, εδώ και πολύ καιρό.
Υποθέτω ότι τώρα θα έχει πια καταλάβει, ότι μαζί μου πρέπει να έχει κανείς πολλή υπομονή.
Και... όχι!
Δεν είναι catch the ball.
Αλλο είναι!




Ετικέτες

posted by ralou
1:02 π.μ. | 27 Comments so far |
Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2007,1:46 μ.μ.
Είναι μόνο λέξεις


Μια φορά το χρόνο περίπου, καμιά φορά και πιο αργά, σπάνια πιο συχνά, μια φράση έμπαινε στη ζωή της.
Και θρονιαζότανε για τα καλά.
Μπορεί να είχε τρεις, πέντε, οχτώ ή δεκατρείς λέξεις, αλλά πάντα ήταν μία και μόνο φράση.
Μπορεί να ήταν η φράση
«Σήμερα-είχε-καλό-καιρό-και-ήλιο»
Ή η φράση
«Πρέπει-να-παραδεχθείς-ότι-τα-πράγματα-δεν-είναι-πάντα-όπως-δείχνουν»
Ή η φράση
«Μερικές-φορές-τρομάζω-μ'αυτά-που-γίνονται»
Ή η φράση
«Δεν-ξέρω-αν-το-καταλαβαίνεις-αλλά-δεν-έχει-καμία-σημασία»

Στην πραγματικότητα το ίδιο το νόημα της δεν είχε καμιά σημασία. Μπορεί να ήταν μια κοινοτυπία, ή μια μικρή δήλωση, ή να σήμαινε τα πάντα, ή να ήταν μια ολωσδιόλου άσχετη φράση.
Που όμως καταλάμβανε κάθε φορά το κέντρο της σκέψης της.
Γύρω της κινούνταν τα καθημερινά πράματα που διαδέχονταν το ένα το άλλο σε σταθερές τροχιές, που ακολουθούσαν την προδιαγεγραμμένη πορεία τους στο χρόνο, μέχρι να διαλυθούν και να σβήσουν.
Η φράση όμως έμενε σταθερή στο κέντρο.

Καμιά φορά όταν η επόμενη που την διαδεχόταν αργούσε πολύ να έρθει, απλά φθειρόταν σιγά σιγά μέχρι που γινόταν διαφανής και αντιφέγγιζε τα πράγματα πίσω της. Παρ όλα αυτά, κρατούσε σταθερά την θέση της στη σκέψη της, χωρίς να φεύγει ποτέ.
Μόνο που η ανυπόμονη αναμονή που επικρατούσε, της έφερνε μια αίσθηση παραίτησης, το βήμα της έριχνε το ρυθμό του, το μήκος του υποδιπλασιαζόταν συνεχώς κάνοντας αδύνατο το να διανύσει μια συγκεκριμένη απόσταση από εδώ, εκεί.
Άλλες φορές σε αναμονή της επόμενης φράσης τα πράγματα έμπαιναν σε μια φάση εγρήγορσης, λες και η ενέργεια της επεκτεινόταν και προς τα πίσω στο χρόνο προετοιμάζοντας την άφιξη της.

Αλλά αυτό γινόταν πολύ σπάνια.

Όταν τελικά ερχόταν, γινόταν δεκτή με γιορτές και πυροτεχνήματα, τόσο δυνατά πυροτεχνήματα που φώτιζαν και την τελευταία γωνιά του μυαλού της.
Στην αρχή την επαναλάμβανε χιλιάδες φορές. Την αποδομούσε σε λέξεις, μετά σε συλλαβές, μετά σε φθόγγους μετά σε μικρότατα κομματάκια ήχων, μέχρι να φτάσει στην απειροελάχιστη μαύρη τρύπα που αποτελούσε το κέντρο της.
Σε αυτό το σημείο στεκόταν μια στιγμή. Ήταν πάντα τόσο εύκολο να την καταπιεί αυτή η μαύρη τρύπα. Τότε, εξασκούσε όλη την δύναμη που διέθετε, για να μην πέσει μέσα, να αποδείξει στον εαυτό της ότι ήταν ακόμα δυνατή κατά βάθος, ότι μια ασήμαντη κοινότυπη φράση δεν έχει πια τόση δύναμη που να την εξουσιάζει.
Βέβαια, καθόλου σίγουρο δεν ήταν ότι θα το πετύχαινε κάθε φορά.

Συνήθως οι πιθανότητες ήταν με το μέρος της φράσης.

Αλλά έτσι κι αλλιώς η φράση έπαιρνε την θέση της στη ζωή της, σπρώχνοντας στο πλάι την παλιά και φθαρμένη, που ωστόσο φυλασσόταν ευλαβικά στο σεντούκι.
Καμιά φορά καθόταν δίπλα του και έπιανε ξανά αυτές τις ξεχασμένες παλιές φράσεις, που κείτονταν εκεί λεπτότατες από τον χρόνο και την φθορά. Τις έπιανε προσεχτικά και τρυφερά, σαν πολυκαιρισμένη, πολύτιμη δαντέλα που μπορεί να διαλυθεί με το παραμικρό άγγιγμα.
Είχαν μια άλλη γλύκα αυτές οι παλιές φράσεις. Μερικές φορές ήταν τόσο παλιές όσο μια ζωή. Κι όμως σαν εμφανίζονταν μπροστά της, άπλωναν και ζωντάνευαν και όλη η ζωή που είχαν ζήσει στο μυαλό της εμφανιζόταν ξαφνικά μπροστά της, με όλες τις απεχθείς ή λατρεμένες λεπτομέρειες.

Αυτή η ιστορία με τις φράσεις βάστηξε μια ζωή.

Έτσι πάντα, ζώντας αγχωμένα με την τωρινή, αγγίζοντας απαλά τις παλιές και αναμένοντας με ανυπομονησία τις επόμενες.
Το περίεργο είναι ότι σ όλο αυτό το διάστημα, η ίδια δεν είχε πει ποτέ ούτε μία δική της φράση. Ή –το πιο θλιβερό- καμιά δική της δεν ήταν αρκετά δυνατή να ζήσει στη ζωή ενός άλλου ανθρώπου.
Πάντα δεχόταν και ζούσε αυτές που της είχαν σταλεί.
Ευτυχώς, κάποια στιγμή, αποφάσισε ξαφνικά να φτιάξει και αυτή, μια δική της δυνατή φράση.
Να την πετάξει στο διάστημα για να πάει να ζήσει, στην ζωή κάποιου άλλου.
Και μια μέρα που είχε λίγο πιο πολλή δύναμη από τις άλλες, κάθισε και τη σκέφτηκε.
Καθώς όμως ήτανε αμάθητη να το κάνει, βγήκε τελικά μία, με λέξεις πολλές, δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες λέξεις.
Χαμογέλασε στην ιδέα, η τεράστια φράση της να σταθεί έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα στην ζωή ενός άλλου.
Φαντάστηκε πόσο στενάχωρα θα έκανε τα πράγματα στο στενό προσωπικό σύμπαν ενός ανθρώπου μια τόσο μεγάλη φράση.
Το σκέφτηκε αρκετά αλλά μετά από ώρες το αποφάσισε. Θα έστελνε την φράση της λίγο πριν το δικό της φυσικό τέλος, ελπίζοντας το κενό που θα είχε δημιουργηθεί, να έδινε στον παραλήπτη τον έξτρα χώρο που χρειαζόταν για να την τακτοποιήσει.

Την έγραψε σε ένα λευκό χαρτί χωρίς χαρακιές, έβαλε και την ελάχιστη μικροσκοπική υπογραφή της από κάτω, την δίπλωσε καλά καλά στα δύο, στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι έτσι που έγινε ενα μικρό, πολύπτυχο μπαλάκι.
Το έδεσε σφιχτά με κλωστή και το άφησε σε φανερό σημείο για να το βρουν και να το παραδώσουν εύκολα όταν θα ερχόταν η ώρα.
Και έτσι ησύχασε λίγο το μυαλό της –όλα αυτά έγιναν σε μια από αυτές τις φορές που η επόμενη φράση αργούσε να έρθει και ούτε είχε στείλει τα πλοκάμια της να προετοιμάσουν την άφιξη της.-

Έζησε πολύ μετά από αυτό.
Με φθαρμένες ή πιο φρέσκες φράσεις.

Και κάθε φορά που ερχόταν κάποια καινούργια, χάιδευε το πολύπτυχο μικροσκοπικό πακετάκι και κρυφοχαμογελούσε μέσα από τα δόντια της στην ιδέα πως αργά η γρήγορα θα ερχόταν και η σειρά της.

Η φράση της θα πέταγε στο διάστημα
Κάποιος άνθρωπος θα έπεφτε στο δρόμο της,
και ίσως να ένοιωθε αμηχανία,
αλλά σίγουρα δεν θα στριμωχνόταν στο μικρό του σύμπαν,
γιατί
εκείνη θα είχε φύγει πια, και θα είχε αφήσει χώρο πολύ...

Ετικέτες , ,

posted by ralou
1:46 μ.μ. | 22 Comments so far |
Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007,4:06 μ.μ.
Οι δύο βασιλιάδες
people are strange


Ήτανε κάποτε δυο βουνά. Μεγάλα βουνά, αντικριστά στημένα.
Μια θάλασσα πέρναγε σαν φαρδύ ποτάμι ανάμεσα τους και έβρεχε τα πόδια τους χωρίζοντας τα.
Πάνω σε κάθε μια από τις βουνοκορφές, καθότανε ένας βασιλιάς. Ο Άσπρος βασιλιάς και ο Μαύρος βασιλιάς.
Ο καθένας τους διαφέντευε το δικό του βασίλειο του, που έπιανε το δικό του βουνό και είχε τους δικούς του υπηκόους.
Μόλο που τα ονόματα τους “ο Άσπρος βασιλιάς” και ο “Μαύρος βασιλιάς” ίσως να φέρνουν στο νου το καλό και το κακό, διόλου δεν συνέβαινε κι εδώ το ίδιο.
Δεν ήταν ο ένας καλός και ο άλλος κακός.
Ήτανε ίσα κακοί και καλοί και οι δύο.
Δεν ήταν ο ένας έξυπνος και ο άλλος κουτός
Ήτανε ίδια κουτοί και έξυπνοι και οι δύο.
Δεν ήταν ο ένας όμορφος και ο άλλος άσκημος.
Ήτανε παρόμοια άσκημοι και όμορφοι και οι δύο.
Παρόλο που αγνάντευαν ο ένας τον άλλον από τις κορυφές τους, ποτέ ωστόσο δεν θέλησαν να μιλήσουν μεταξύ τους.
Ήρθαν φορές που οι στρατοί τους συμμάχησαν, κι άλλες που βρέθηκαν να μάχονται μεταξύ τους. Ήταν φορές που ένας τους χρειάστηκε τον άλλο και δεν του ζήτησε βοήθεια και άλλες που την ζήτησε και δεν την πήρε. Κι άλλες πάλι που έστερξαν ορμητικά να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο.
Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Μερικές φορές ο Άσπρος βασιλιάς κοιτούσε από την κορυφή του τον Μαύρο και εκείνος του γύρναγε την πλάτη.
Κι άλλες που ο Μαύρος αποζητούσε με το βλέμμα του τον Άσπρο και εκείνος κοιτούσε την θάλασσα.
Κι ύστερα ήτανε και οι φορές που κοίταγαν ο ένας τον άλλο από μακριά και κάτι πήγαιναν να πουν αλλά μετάνιωναν την τελευταία στιγμή και γύρναγαν και οι δύο τις πλάτες τους.
Οι δύο βασιλιάδες αγαπιόνταν και μισούνταν μαζί.
Λαχταρούσαν και αδιαφορούσαν μαζί.
Μα όπως και να χει το πράγμα οι δύο βασιλιάδες δεν είχαν μιλήσει ποτέ.
Μόνο καμιά νύχτα ένας από τους δύο λαχταρούσε για μια στιγμή να ακουμπήσει τον άλλο και έστελνε με το νου του ένα πλοκάμι καθαρής ενέργειας να διασχίσει το κενό προς το μέρος του, και τότε ο άλλος έστελνε ένα δικό του και συναντιόνταν στην μέση της απόστασης και κονταροχτυπιόνταν στο φαρδύ αλώνι πάνω από το ασημένιο ποτάμι του φεγγαριού που ξαπλωνόταν πάνω στη θάλασσα που τους χώριζε.
Μα ποτέ δεν μίλησαν αληθινά μεταξύ τους. Ποτέ.
Και πέρασαν τα χρόνια και οι δύο βασιλιάδες άσπρισαν τα μαλλιά τους και εξακολουθούσαν να μην έχουν μιλήσει ποτέ.
Το ήθελαν άραγε;
Κι αν το ήθελαν τι τους έκανε να μην το κάνουν;
Ίσως το ότι πίστευαν ότι ήταν πια, τόσο διαφορετικοί που δεν θα είχαν τίποτα να πουν.
Ίσως το ότι πίστευαν ότι ήταν πια, τόσο ίδιοι που δεν θα έπρεπε τίποτα να πουν.

Πέρασαν κι άλλο τα χρόνια και ήρθε η ώρα που ο Άσπρος βασιλιάς πέθανε.
Ο Μαύρος από την κορυφή του κοίταξε την άδεια αντικρινή κορυφή και πάλι δεν μίλησε, μόνο τώρα πια δεν γύριζε την πλάτη του και κοιτούσε κάθε μέρα τον άδειο τόπο και ίσως για πρώτη φορά να ένοιωσε πόσο καλύτερα θα ήταν αν είχαν μιλήσει έστω και μια φορά.
Μετά ήρθε η ώρα που πέθανε κι αυτός και πια και οι δύο κορυφές έμειναν έρημες. Άλλοι βασιλιάδες πήραν τη θέση τους στους δύο θρόνους και η ζωή συνεχίστηκε.

Αλλά οι δύο κορυφές που τόσα χρόνια είχαν ακουμπήσει πάνω τους ο Άσπρος και ο Μαύρος βασιλιάς, είχαν ποτιστεί από την αγάπη και το μίσος και την αδιαφορία και την λαχτάρα του ενός και του άλλου.
Και όλα αυτά, μια νύχτα, συμπυκνώθηκαν τόσο πολύ που γίνανε δύο στήλες αχνής ύλης και ανέβηκαν πάνω από τις δύο κορυφές και διαφορετικές ριπές αέρα τις παρέσυραν και τις έφεραν και τις δύο πάνω από την θάλασσα.
Και τότε οι δυο τους στριφογύρισαν και λικνίστηκαν και σφιχταγκαλιάσθηκαν και ανακατεύτηκαν και έγιναν ένα, Άσπρος και Μαύρος βασιλιάς και μίσος και αγάπη και αδιαφορία και λαχτάρα, και χρόνος και θάνατος.
Και μίλησαν τώρα που δεν είχαν στόμα.
Και γέλασαν τώρα που δεν είχαν καρδιά
Και αγαπήθηκαν και μισήθηκαν και φαντάστηκαν και ονειρεύτηκαν μαζί.
Και όλα βρήκαν τη θέση τους.
Μετά,
έτσι ανακατεμένοι και επί τέλους ήσυχοι,
βυθίστηκαν και χάθηκαν στο ασημένιο ποτάμι που έφτιαχνε το φεγγάρι στη θάλασσα που χώριζε τις δύο κορυφές.


Εδώ τελειώνει η ιστορία και σκέφτομαι, πόσο πολύ κάνουμε λάθος άμα δεν λέμε και δεν ακούμε αυτά που θέλουμε και δεν νοιώθουμε αυτά που επιθυμούμε και δεν πετάμε αυτά που μας πληγώνουν.
Και πόσα χάνουμε από αυτά που θα είχαμε πει και θα είχαμε ακούσει και θα είχαμε νοιώσει και θα είχαμε διορθώσει.
Αλλά... δεν ξέρω.
Μία καινούργια φίλη, μου έλεγε τις προάλλες ότι τα συναισθήματα δεν είναι παρά τα αποτελέσματα χημικών αντιδράσεων που δημιουργούνται στον εγκέφαλο μας, ερήμην μας.
Αν είναι έτσι, ποιοι είμαστε εμείς να αμφισβητούμε, μια καλά στημένη από την φύση, χημική εξίσωση;


Ετικέτες ,

posted by ralou
4:06 μ.μ. | 19 Comments so far |
Δευτέρα, Μαΐου 28, 2007,12:00 π.μ.
Για την Αμαλία...
Κοίτα ΑΜΑΛΙΑ κοίτα!
Ισως, σήμερα, ο χαμός σου να γίνει αιτία κάτι να αλλάξει.
Καλό ταξίδι...

Ετικέτες

posted by ralou
12:00 π.μ. |
Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007,4:10 μ.μ.
Νεράιδα κόρη, Μάγισσας μάνας


Ήτανε μια παράξενη ξωθιά αυτό είναι σίγουρο.
Ενώ όλες τους είναι ξανθιές και ροδομάγουλες τούτη δω ήταν μελαχρινή με μαύρα μαλλιά σαν φτερούγι κόρακα.
Τα μάτια της σκοτεινά, σαν τα κοίταγες έβλεπες στα βάθη τους σύμπαντα και αστέρια και ήλιους μακρινούς. Μόλο που ήτανε μια νεαρή νεράιδα, στα μάτια της καθότανε καμιά φορά εκεί στις γωνιές τους, μια θλίψη, που όμως την διέλυε το πιο ελαφρό αεράκι. Οι μοίρες είχαν σημαδέψει αυτή την διαφορετική ξωθιά με την σφραγίδα τους, από όταν γεννήθηκε. Να γίνει ακόμα πιο διαφορετική, ακόμα πιο δυνατή, ακόμα πιο ξεχωριστή.
Ζούσε στο δάσος στο σπίτι της Άσπρης Μάγισσας της μάνας της μαζί με τις τρεις ροδομάγουλες, ξανθομαλλούσες, αλαφρόμυαλες αδελφές της, που τα βράδια μαζεύονταν στα σταυρώματα των μονοπατιών του δάσους και χόρευαν στο φεγγαρόφωτο. Κι αν κάποιος πέρναγε καμιά φορά από εκεί, τον έπαιρναν μαζί τους στο χορό και η πρώτη ακτίνα του ήλιου το πρωί τον έβρισκε άδειο και νεραϊδοπαρμένο.
Μόνο η μελαχρινή ξωθιά, καθόταν μονάχη στο πλάι και τα μάτια της γέμιζαν ήλιους και αστέρια και σύμπαντα.

*
Η γριά το Μαρικιώ, που ζούσε στις παρυφές του δάσους, εκείνη τη μέρα αποφάσισε να μπει στο δάσος για να πάει να βρει την Άσπρη Μάγισσα που ζούσε εκεί. Συχνά πήγαινε στο σπίτι της και της ζητούσε μαντζούνια, πομάδες και καταπλάσματα για τις πονεμένες μέσες, χέρια και πόδια, τα δικά της και του γέρου της. Μόνη μαζί του έμενε τώρα πια, τα παιδιά της ήτανε φευγάτα, από χρόνια πολλά, έμοιαζε σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ.
Αφού απόφαγαν, καθυστέρησε λίγο για να μαζέψει μια πορτογύρα κότα και μετά ξεκίνησε για το δάσος. Είχε περάσει πια η ώρα, σε λίγο θα έπεφτε το σκοτάδι, μα δεν το αποφάσισε να πισωγυρίσει. Ο άντρας της είχε δουλέψει όλο το πρωί στο μποστάνι και σαν γύρισε ήταν διπλωμένος στα δύο από τον πόνο. Έπρεπε να πάει οπωσδήποτε!
Όπως προχωρούσε, το σκοτάδι έπεσε για τα καλά, αλλά το φεγγάρι έφεγγε ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και τα ξέφωτα τα φώτιζε καλά.
Σαν βρέθηκε στο πρώτο σταύρωμα του μονοπατιού, της φάνηκε ότι είδε μια κίνηση με την άκρη του ματιού, εκεί στο πλάι, δίπλα στο ρυάκι. Δεν πρόλαβε να το σκεφτεί περισσότερο! Σε μια στιγμή τρεις ροδομάγουλες ξανθομαλλούσες ξωθιές με λουλούδια και κισσούς στα μαλλιά, πετάχτηκαν της έπιασαν τα χέρια και την παρέσυραν μαζί τους σε ένα χορό απόκοσμο, άηχο, τρελό, ανάλαφρο, λες και δεν πατούσαν τα πόδια της στο χώμα.


Έκανε να φωνάξει αλλά ο λαιμός της είχε κλείσει. Όμως προσπάθησε και φώναξε "βοήθεια" με κάθε ίνα του μυαλού και της καρδιάς της, με κάθε σταγόνα του ιδρώτα που έτρεχε από το μέτωπο της, με κάθε καλό πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της.
Και πάνω που το πήρε απόφαση, ότι πια εκεί θα άφηνε το γέρικο κορμί της, ένα χέρι άρπαξε το δικό της και την απόσπασε από το τρελό στριφογύρισμα.
Ζαλισμένη ακόμα, είδε την μελαχρινή ξωθιά να στέκεται μπροστά της με τα κορακάτα της μαλλιά και τα σκοτεινά της μάτια.
Και σ' αυτά τα μάτια, δέθηκε απότομα και βυθίστηκε στα βάθη τους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…

*
Με το πρώτο φως της μέρας άνοιξε τα μάτια της στην άκρη του μονοπατιού. Η βραδινή της περιπέτεια, της είχε αφήσει την εντύπωση ότι κάποιος της είχε κάνει ένα ανέλπιστο δώρο. Μα δεν θυμόταν τίποτα άλλο. Συνέχισε στο μονοπάτι προς το σπίτι της Άσπρης Μάγισσας, που της είχε έτοιμο ένα σακουλάκι με βαλεριάνα και βασκανίστρα και χαμομήλι και πιπερόριζα και τουμερίνη. Κι άλλα πολλά που είτε τα μάζευε μόνη της στο δάσος είτε της τα έφερναν οι άνθρωποι του σιναφιού της από μακρινά μέρη του κόσμου.
Το Μαρικιώ είπε ευχαριστώ, και κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό.
Με τον ήλιο να έχει ανέβει πάνω από το κεφάλι της γύρισε στο σπίτι, έφτιαξε φαΐ και ετοίμασε το κατάπλασμα για την πονεμένη μέση και αγκώνα του γέρου της.
Το βραδάκι λίγο πριν πέσει για ύπνο κάθισε για ένα λεπτό στο σκαμνί δίπλα στη στόφα όπως κάθε βράδυ και έκλεισε τα μάτια να θυμηθεί τα παλιά. Τα παιδιά, τα νιάτα της, τη ζωή της, τα ζωντανά της, τις κακίες και τις λύπες, τα δύσκολα χρόνια, τον θάνατο που πλησίαζε πια και κάθε βράδυ έκανε νέες συμφωνίες μαζί του.

Μόνο που τούτη τη φορά σαν έκλεισε τα μάτια είδε μόνο αστέρια και ήλιους και κόσμους, και χάθηκε, και ταξίδεψε, και χάρηκε, και θυμήθηκε, και ονειρεύτηκε και ξανάζησε, και έλπισε, και ξανάνιωσε…

Ένα λεπτό αργότερα σαν τα άνοιξε ξανά, νόμισε ότι είχαν περάσει ώρες.
Θυμήθηκε με μιας την μελαχρινή ξωθιά και το δώρο της.
Χαμογέλασε, κοίταξε το γέρο της που κοιμόταν ανακουφισμένος από το φάρμακο, και της έστειλε μιαν ευχή μέσα από τον δροσερό, αραιό αέρα της νύχτας.

*
Ο αέρας ταξίδεψε την ευχή μέχρι το δάσος και συνάντησε την μελαχρινή ξωθιά στο ξέφωτο, δίπλα στις τρελές αδερφές της.

Ύστερα, απαλά-απαλά, φύσηξε την ευχή πάνω της
και πήρε για άλλη μια φορά αυτή την μικρή θλίψη, που καθόταν ώρες ώρες στις γωνιές των ματιών της.

Ετικέτες

posted by ralou
4:10 μ.μ. | 18 Comments so far |
Τρίτη, Απριλίου 10, 2007,12:23 μ.μ.
Μονόκερως

BJORK "Desired Constellation"

Αυτό είναι το πρώτο μέρος της ιστορίας του jason







Το κοίταζε, το ξανακοίταζε, αλλά για κάποιο λόγο δεν τον κάλυπτε.
Κάτι έλειπε.
Ίσως να ήταν όμορφο στα μάτια κάποιου άλλου, όμως ο καλλιτέχνης το έβλεπε διαφορετικά.
Καλλιτέχνης πολύ αξιόλογος, το έγραφε κι η παλιά εφημερίδα που ήταν ανοιγμένη πάνω στο ξύλινο τραπέζι, δίπλα στο βάζο με τα λουλούδια:
"Πρόκειται για έναν πολύ αξιόλογο καλλιτέχνη, που έχει κατακτήσει τα εκφραστικά του μέσα. Εικόνες από τη φύση και τη ζωή συγκινούν τη λεπτή του ευαισθησία και του παρέχουν το κέντρισμα για δημιουργία."
Κάτι τέτοιες κριτικές, βέβαια, του προκαλούσαν απελπισία, όχι τόσο γιατί του μύριζε το καρμπόν, όσο κυρίως γιατί καταλάβαινε ότι ο κόσμος δεν μπορούσε να κατανοήσει το έργο του, να προσπεράσει την επιφάνειά του και να κοιτάξει στην ψυχή του. Στην ψυχή του έργου, όχι του καλλιτέχνη, που αρέσκονταν να σχολιάζουν οι κριτικοί.
Μα βέβαια! Tου έλειπε ψυχή…
Το κοίταζε, το ξανακοίταζε και τώρα το έβλεπε καθαρά.
Ο χρωματισμός ήταν έντονος, αλλά τα χρώματα δεν ήταν ζωντανά.
Οι γραμμές ήταν ανάλαφρες, μα δεν κατάφερναν να αποτυπώσουν τον αέρα της κίνησης.
Η έκφρασή του ήταν ρεαλιστική, κι όμως δεν απέδιδε την πρωτόγονη και ακατέργαστη ορμή ενός άγριου ζώου.
Ναι, ψυχή του έλειπε του αλόγου.
Μια πνοή.
Και όσο πιο πολύ το συνειδητοποιούσε, τόσο πιο πολύ του φαινόταν η εικόνα θλιμμένη και μελαγχολική, τόσο πιο πολύ ένιωθε ο ίδιος ανάξιος, τόσο πιο πολύ ένιωθε ένοχος που φυλάκισε το ζώο στο μουσαμά.
Ο εσωτερικός διάλογος του καλλιτέχνη διακόπηκε απότομα, όταν πήρε το μάτι του το κάρβουνο, που είχε ξεμείνει όταν ζωγράφισε εκείνον το σωρό με τις πέτρες.
Μια παιδική παρόρμηση τον έσπρωξε προς το κάρβουνο, το άρπαξε, πλησίασε το μουσαμά, και προσέθεσε γρήγορα αλλά προσεκτικά ένα μαύρο κέρατο στο μέτωπο του ζώου, χλευάζοντας έτσι ο ίδιος το άλογό του, απορρίπτοντας το έργο του οριστικά. Ύστερα σήκωσε το καπέλο του από το έδαφος, άνοιξε την πόρτα και τράβηξε για τη θάλασσα.


Ο παραλογισμός του έμεινε μέσα στο δωμάτιο να γιορτάσει, ενώ από το ανοιχτό παράθυρο έμπαινε η νυχτερινή καλοκαιρινή αύρα…

Και συνεχίζω...

Οι λεπτότατοι κόκκοι του κάρβουνου αιωρήθηκαν για μερικά δευτερόλεπτα στο δωμάτιο και στριφογύρισαν από την νυχτερινή αύρα που τρύπωνε από το παράθυρο. Μερικοί κάθισαν στο πάτωμα και μερικοί ακούμπησαν απαλά πάνω στο μουσαμά.
Καθώς η νύχτα έπεφτε και τα περιγράμματα των πραγμάτων ήταν ήδη θολά, οι κόκκοι που έπεσαν στον καμβά, κινήθηκαν από μόνοι τους σιγανά αλλά συγκεκριμένα. Το πλάσμα με το προτεταμένο σπαθί στο μέτωπο, κίνησε λίγο το κεφάλι του, μετά τίναξε την χαίτη του. Στα στενά περιθώρια του τελάρου, οι άκρες της χάθηκαν και εμφανίστηκαν ξανά, πάνω στην κίνηση. Το νεοαποκτημένο κέρας στο μέτωπο του φωτίστηκε. Το φως διαπέρασε τον καμβά, και το πλάσμα ξαφνικά υλοποιήθηκε στο μικρό δωμάτιο. Μ' όλο που το σχήμα του έδειχνε κομψό και ντελικάτο, η πελώρια σκιά του ασφυκτιούσε μέσα στους τοίχους.
Με ένα ξαφνικό τίναγμα του κορμιού το πλάσμα διαλύθηκε.
H ασημένια μη-ύλη του, διαπέρασε τα ενδοατομικά κενά των υλικών του τοίχου,
και ξανά συμπυκνωθηκε από την άλλη πλευρά στον έξω χώρο.
Οι κόκκοι του κάρβουνου ακολούθησαν την σκοτεινή φιγούρα και απλώθηκαν σαν μισοσχηματισμένα φτερά που χτύπησαν δυνατά τον αέρα και το πλάσμα κινήθηκε προς τα πάνω, στον ουρανό. Η νύχτα ήταν γεμάτη αστέρια και η Σελήνη έλαμπε χλωμά, μια λεπτότατη φέτα στον ουρανό σαν λυγισμένο σπαθί.
Το πλάσμα πέταξε ακόμα ψηλότερα, ξεπέρασε την ατμόσφαιρα και βγήκε στο διάστημα κόβοντας ένα σκοτεινό κομμάτι στο φως του ουρανού.
Πιο μακριά, πιο μακριά, απομακρυνόταν μικραίνοντας συνεχώς.
Προσπέρασε την Σελήνη, που το φως της διέγραψε την σιλουέτα του για μια στιγμή.
Διέσχισε το ηλιακό σύστημα, μια απειροελάχιστη κουκκίδα μπροστά στους δακτυλίους του Κρόνου.
Πιο μακριά, πιο μακριά, ακόμα πιο μακριά.
Οταν πια πέρασε τον Ωρίωνα,
διαλύθηκε οριστικά σε ξεθωριασμένη αστρόσκονη
που ακούμπησε ανάμεσα στην Ύδρα και τον Μπεντελγκέζ.

Ο καλλιτέχνης επέστρεψε στο εργαστήρι του τις πρώτες πρωινές ώρες.
Κοίταξε τον καμβά.
Ήταν κενός.
Το έργο του είχε ολωσδιόλου αυτοαναιρεθεί.
Εστρεψε το βλέμμα του στον καλοκαιρινό διαυγή ουρανό.
Η Σελήνη είχε δύσει.

Και τότε για πρώτη φορά το είδε.

Εκεί ανάμεσα στην Ύδρα και τον Μπεντελγκέζ,
δίπλα στον Σείριο και τον Ωρίωνα

αμυδρά διακρινόταν

ο αστερισμός του Μονόκερω





Ετικέτες

posted by ralou
12:23 μ.μ. | 14 Comments so far |
Κυριακή, Μαρτίου 25, 2007,11:24 μ.μ.
The Puppet Master (updated)
Τα είχανε βρει καλά οι δύο τους.
Η Μία γλυκιά και τρυφερή,
χιουμορίστας και συναισθηματική περιέφερε την αγαπησιάρικη προσωπικότητα της και τους κατακτούσε όλους.
Η Αλλη, κυνική και αποστασιοποιημένη, παρακολουθούσε από μακριά και έδρεπε τους καρπούς της ζωής της πρώτης. Και με περίσσια ευχαρίστηση μάλιστα, αφού ή πρώτη ήταν το πνευματικό της παιδί.
Ή ένα, από τα πνευματικά της παιδιά.
Την έριξε στον κόσμο, την άφηνε να παίρνει την κρυάδα της πρώτης επαφής με ανθρώπους και καταστάσεις και ρεγουλάριζε, κινώντας με μαεστρία τα νήματα, τις εξελίξεις.
Είχε μια βολική σχέση μαζί της.

Οταν άνοιξε το καινούριο σύμπαν, απρόσωπο και ανώνυμο, βούτηξαν και οι δύο μέσα του και έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν πάντα.
Η Μία βγήκε στον κόσμο και η Αλλη εξακολούθησε να κινεί τα νήματα.
Στην αρχή τα πράγματα πήγαιναν καλά.
Η Μία πορεύτηκε μέσα στο άγνωστο και άνοιγε δρόμους.
Γρατσουνίστηκε σε αγκαθερά μονοπάτια, σκόνταψε σε τοίχους που έκλειναν το δρόμο και έπεσε σε γκρεμούς χωρίς φτερά για να πετάξει.
Η Αλλη, από την ασφάλεια της και με παράθυρο στον καινούργιο αυτό κόσμο 106 πλαστικά εργονομικά τοποθετημένα τετράγωνα, κινούσε τα νήματα, παρατηρούσε ενδελεχώς και έβγαζε τα συμπεράσματα της.
Όλα ωραία και καλά.
Καθώς περνούσε o χρόνος, η Μία εξελίχθηκε σιγά σιγά στο τέλειο alter ego. Άρχισε να κινείται με άνεση, απόχτησε την δική της υπόσταση, τις δικές της σκέψεις, ευκολίες και πατέντες για να αντιμετωπίσει τον κόσμο.
Μερικές φορές ήταν τόση η άνεση της που μόλις και μετά βίας διακρίνονταν οι λεπτότατες κλωστές που την συνέδεαν με την puppet master της.

Οι άνθρωποι κάποιες φορές έμοιαζαν γοητευμένοι από την Μία.
Ήταν όταν φαινόταν το χιούμορ της, ή όταν ήταν υπερβολικά τρυφερή.
Ή άλλες φορές ίσως να την θεωρούσαν γραφική ή βαρετή.
Ήταν όταν επέμενε να είναι πολιτικά ορθή ή έδειχνε την παθέτικ πλευρά της
Αλλά πέρα από αυτό δεν είχαν να της προσάψουν τίποτα.

Το πρόβλημα άρχισε όταν αυτός ο καινούργιος κόσμος άρχισε να αποδέχεται την Μία και να προσπαθεί να την ενσωματώσει μέσα του.
Οι άνθρωποι, άρχισαν να συμπαθούν την λίγο αλαφροΐσκιωτη, ευαισθητούλα, χωρατατζού που περιφερόταν ανάμεσα τους και της άπλωσαν το χέρι να την κάνουν δική τους.
Κι αυτή, μετά από τόσο καιρό μέσα στην επίφαση της ανεξαρτησίας που ζούσε, άπλωσε και το δικό της και άγγιξε αυτούς που την καλούσαν.
Όμως δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα.
Από τον ομφάλιο λώρο που τις κρατούσε δεμένες η Μία και η Αλλη αναγκαστικά επικοινωνούσαν. Οι θετικές δονήσεις του κόσμου, περνούσαν από τις λεπτές κλωστές και έφταναν μέχρι την Αλλη. Οι αντιδράσεις έπρεπε να υπαγορευτούν με ακρίβεια και μετά από πολλή επεξεργασία, και για να είναι σωστές έπρεπε να τις βιώνει αληθινά για να μπορεί να είναι συνεπής με το δημιούργημα της.
Σιγα σιγά αυτό γινόταν όλο και πιο δύσκολο.
Οι εκδηλώσεις αγάπης, στοργής και φροντίδας προς την Μία, από την μια την ευχαριστουσαν μιας και ο ουσιαστικός δέκτης ήταν ή Αλλη.
Όμως, οι προστατευτικές και συμβουλευτικές εκδηλώσεις προς την Μία, φυσικές αντιδράσεις προς ένα πλάσμα που δείχνει αδύναμο και ευάλωτο, και η υποχρέωση της Αλλης να τις μανιπουλάρει ευσυνείδητα και αποτελεσματικά, αργά η γρήγορα προσέκρουσαν στο τείχος του εγωισμού που χτιζόταν ταχύτατα γύρω της, όπως γίνεται σε όσους ζουν σε απολύτως ελεγχόμενο και ασφαλές, πνευματικό περιβάλλον.
Η Αλλη άρχισε να νοιώθει ότι αυτές οι πρακτικές πατροναρίσματος, ολωσδιόλου φυσικές και καλοπροαίρετες από τους ανθρώπους, την ενοχλούσαν όλο και πιο πολύ.

Μέχρι που μια μέρα ξέσπασε.

Τράβηξε βάρβαρα κι απότομα τα σκοινιά της Μίας την ώρα που βρισκόταν μπροστά στον Εναν-Από-Τους-Πιο-Σημαντικούς-Ανθρώπους. Η κίνηση έγινε αυθόρμητα και βιαστικά. Μπροστά στον πανικό της μην τυχόν και ταυτιστεί με την μαριονέτα της, άνοιξε διάπλατα τις κουΐντες, και αποκαλύφθηκε η κυνική της όψη.

Παρόλο που οι άνθρωποι, περίμεναν λίγο πριν αντιδράσουν, η Αλλη μόλις ένα νανοδευτερόλεπτο αργότερα, μετάνιωσε για την κίνηση της, μπροστά στην ιδέα της αποκαλυψης και μόνο.
Η Μία τρελαμένη κι αυτή από τις εξελίξεις και με ασυντόνιστες κινήσεις που προκάλεσε το ξαφνικό τράβηγμα, προσπάθησε να ξαναβρει την ψυχραιμία της, να περισωσει όσα περισσότερα μπορούσε από την επιφαινόμενη ανεξαρτησία της.

Ο Ενας-Από-Τους-Πιο-Σημαντικούς-Ανθρώπους, κοίταξε την Αλλη όπως παρουσιαζόταν μπροστά του, χαμογέλασε σκεπτικά και συγκαταβατικά, κούνησε το κεφάλι και έκανε δύο βήματα πίσω. Η Μία, έβαλε τα κλάματα. Η Αλλη, ένοιωσε πιο γυμνή, πιο ευάλωτη από ποτέ. Το τείχος της ασφάλειας έπεσε, βρεθηκε μόνη στην επίπεδη έρημο που βρίσκονται οι πραγματικά μόνοι άνθρωποι.

Εκείνο το βράδυ, μετά από καιρό η Μία και η Αλλη, στάθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο.

Η μαριονέτα και η μαριονετίστας με τις κλωστές μπερδεμένες κουβάρι ανάμεσα τους, επαναπροσδιόρισαν την σχέση τους.
Ενωσαν τις ντροπές τους. Χώρισαν τις ενοχές τους. Ζύγισαν προσεκτικά τις ευθύνες τους. Αντάλλαξαν τα μάτια και τις καρδίες τους. (Προσ)ευχήθηκαν στο Συμπαν και κάναν τρεις ευχές.
Η Μία ευχήθηκε να γίνει πραγματικη.
Η Αλλη ευχήθηκε να μην ήταν πραγματική.
Και οι δύο μαζί ευχήθηκαν να μην αλλάξει τίποτα.

Το σύμπαν συσπάστηκε για μια στιγμή.
Σε μια άλλη διάσταση, η Μία σηκωθηκε αργά.
Εσκυψε και μάζεψε τις κλωστές. Τις κίνησε απαλά και η Αλλη κινήθηκε.
Κοιτάχτηκαν για δύο στιγμές και μετά η Αλλη βούτηξε στον Κόσμο.


Anonymous said...
Η Μία την κοίταξε να κολυμπάει στο σύμπαν και έντρομη ανακάλυψε ότι η Άλλη είχε αφήσει τα νήματα σωρό πίσω της.

Ήταν μόνες τους ή μάλλον αυτή είχε μείνει μόνη της.
Η Άλλη στριφογύρισε ανάμεσα από ανάσες και βλέμματα με το χάρτη της άλλης μοναδική αποσκευή.
Τελικά ήταν πολύ πιο εύκολο από ότι το περίμενε
Σαβ Μαρ 24, 12:48:00 πμ

Προσθέτω αυτό το σχόλιο από ανώνυμη/ο φίλη/ο σαν ένα άλλο, απόλυτα ταιριαστό επίλογο.

Παρακαλώ, anonymous, δώσε στίγμα!

Ετικέτες

posted by ralou
11:24 μ.μ. | 27 Comments so far |
 View My Public Stats on MyBlogLog.com